Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολλαπλόος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(13_3)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0658.png Seite 658]] zsgzgn -[[πλοῦς]], -πλῆ, -πλοῦν, vielfach, mannichfaltig, ἀνὴρ διπλοῦς καὶ πολλαπλοῦς, im Ggstz des einfachen, offenen und graden, Plat. Rep. III, 397 e, u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0658.png Seite 658]] zsgzgn -[[πλοῦς]], -πλῆ, -πλοῦν, vielfach, mannichfaltig, ἀνὴρ διπλοῦς καὶ πολλαπλοῦς, im Ggstz des einfachen, offenen und graden, Plat. Rep. III, 397 e, u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''πολλαπλόος''': -η, -ον, συνηρ. [[πλοῦς]], ῆ, οῦν, [[πολλάκις]] [[τοσοῦτος]], [[βίος]], διπλοῦς καὶ π. Πλάτ. Τίμ. 75Β· [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν, τὸ ἐκ πολλῶν σύνθετον, ἀντίθετ. τῷ ἁπλοῦν, διπλοῦν, Ἀριστ. Ποιητ. 21, 3. ΙΙ. μεταφορ., ἀνὴρ διπλοῦς καὶ π., ὡς τὸ Λατ. multiplex, δηλ. οὐχὶ [[ἁπλοῦς]] καὶ [[εὐθύς]], Πλάτ. Πολ. 397Ε.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλαπλόος Medium diacritics: πολλαπλόος Low diacritics: πολλαπλόος Capitals: ΠΟΛΛΑΠΛΟΟΣ
Transliteration A: pollaplóos Transliteration B: pollaploos Transliteration C: pollaploos Beta Code: pollaplo/os

English (LSJ)

η, ον, contr. πολλα-πλοῦς, ῆ, οῦν,

   A manifold, many times as long, βίος διπλοῦς καὶ π. Pl.Ti.75b; ὄνομα πολλαπλοῦν multi-compound, opp. ἁπλοῦν, διπλοῦν, Arist.Po.1457a35; π. ἡ ἐνέργεια Iamb. Comm. Math.8.    II metaph., ἀνὴρ διπλοῦς, π., i.e. not simple and straightforward, Pl.R.397e.

German (Pape)

[Seite 658] zsgzgn -πλοῦς, -πλῆ, -πλοῦν, vielfach, mannichfaltig, ἀνὴρ διπλοῦς καὶ πολλαπλοῦς, im Ggstz des einfachen, offenen und graden, Plat. Rep. III, 397 e, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολλαπλόος: -η, -ον, συνηρ. πλοῦς, ῆ, οῦν, πολλάκις τοσοῦτος, βίος, διπλοῦς καὶ π. Πλάτ. Τίμ. 75Β· ὄνομα πολλαπλοῦν, τὸ ἐκ πολλῶν σύνθετον, ἀντίθετ. τῷ ἁπλοῦν, διπλοῦν, Ἀριστ. Ποιητ. 21, 3. ΙΙ. μεταφορ., ἀνὴρ διπλοῦς καὶ π., ὡς τὸ Λατ. multiplex, δηλ. οὐχὶ ἁπλοῦς καὶ εὐθύς, Πλάτ. Πολ. 397Ε.