ῥανίς: Difference between revisions
(13_4) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0833.png Seite 833]] ίδος, ἡ, das Gespritzte, Geträufelte, der Tropfen; δρόσου, Eur. Andr. 236; ῥανίσιν αἱματοῤῥύτοις θανοῦσαν, I. A. 1515, u. öfter; ῥανὶς βέβληκέ με, Ar. Ach. 171; sp. D., wie Pallad. 122 (X, 45); Arist. meteor. 1, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0833.png Seite 833]] ίδος, ἡ, das Gespritzte, Geträufelte, der Tropfen; δρόσου, Eur. Andr. 236; ῥανίσιν αἱματοῤῥύτοις θανοῦσαν, I. A. 1515, u. öfter; ῥανὶς βέβληκέ με, Ar. Ach. 171; sp. D., wie Pallad. 122 (X, 45); Arist. meteor. 1, 13. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥᾰνίς''': -ίδος, ἡ, ([[ῥαίνω]]) ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου [[ῥαθάμιγξ]], [[σταγών]], «σταλαγματιά», πέτραν κοιλαίνει ῥ. ὕδατος ἐνδελεχείῃ Χοιρίλ. 9 (σ. 169 Näke)· ὑγραὶ ῥ. Εὐρ. Ἀνδρ. 227· δρόσου Ἴων 106· ἡ ῥ. βέβληκέ με, σταγὼν βροχῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 171, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13. 10., 3. 4, 17. 2) τὸ ἀνδρικὸν [[σπέρμα]], ἐξ ἀκολάστου λαγνείας γέγονας καὶ μιαρᾶς ῥανίδος Ἀνθ. Π. 10. 45. 3) μεταφορ., [[στίγμα]], τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεὶ κρόκῳ παρεικασμένας Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· πέτραι ἑστιγμέναι ταῖς τοῦ χρυσοῦ ῥανίσιν Φιλόστρ. 134. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:33, 5 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (ῥαίνω)
A drop, πέτρην κοιλαίνει ῥ. ὕδατος ἐνδελεχείῃ Choeril.10, cf. Acus.4 J.; ὑγραὶ ῥ. E.Ion 106 (anap.); δρόσου Id.Andr.227, LXX Wi.11.22; ῥ. βέβληκέ με a rain-drop, Ar.Ach.171, cf. Arist.Mete.349b31, 374a9. 2 semen virile, AP10.45 (Pall.). 3 metaph., drop, spot, τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας Ael.NA17.23, cf. 38; αἱ τοῦ χρυσοῦ ῥ. Philostr.VA3.48.
German (Pape)
[Seite 833] ίδος, ἡ, das Gespritzte, Geträufelte, der Tropfen; δρόσου, Eur. Andr. 236; ῥανίσιν αἱματοῤῥύτοις θανοῦσαν, I. A. 1515, u. öfter; ῥανὶς βέβληκέ με, Ar. Ach. 171; sp. D., wie Pallad. 122 (X, 45); Arist. meteor. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰνίς: -ίδος, ἡ, (ῥαίνω) ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου ῥαθάμιγξ, σταγών, «σταλαγματιά», πέτραν κοιλαίνει ῥ. ὕδατος ἐνδελεχείῃ Χοιρίλ. 9 (σ. 169 Näke)· ὑγραὶ ῥ. Εὐρ. Ἀνδρ. 227· δρόσου Ἴων 106· ἡ ῥ. βέβληκέ με, σταγὼν βροχῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 171, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13. 10., 3. 4, 17. 2) τὸ ἀνδρικὸν σπέρμα, ἐξ ἀκολάστου λαγνείας γέγονας καὶ μιαρᾶς ῥανίδος Ἀνθ. Π. 10. 45. 3) μεταφορ., στίγμα, τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεὶ κρόκῳ παρεικασμένας Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· πέτραι ἑστιγμέναι ταῖς τοῦ χρυσοῦ ῥανίσιν Φιλόστρ. 134.