ῥανίς
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, (ῥαίνω)
A drop, πέτρην κοιλαίνει ῥ. ὕδατος ἐνδελεχείῃ Choeril.10, cf. Acus.4 J.; ὑγραὶ ῥ. E.Ion106 (anap.); δρόσου Id.Andr.227, LXX Wi.11.22; ῥ. βέβληκέ με a rain-drop, Ar.Ach.171, cf. Arist.Mete.349b31, 374a9.
2 semen virile, AP10.45 (Pall.).
3 metaph., drop, spot, τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας Ael.NA17.23, cf. 38; αἱ τοῦ χρυσοῦ ῥ. Philostr.VA3.48.
German (Pape)
[Seite 833] ίδος, ἡ, das Gespritzte, Geträufelte, der Tropfen; δρόσου, Eur. Andr. 236; ῥανίσιν αἱματοῤῥύτοις θανοῦσαν, I. A. 1515, u. öfter; ῥανὶς βέβληκέ με, Ar. Ach. 171; sp. D., wie Pallad. 122 (X, 45); Arist. meteor. 1, 13.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 goutte d'eau, goutte de pluie, goutte de sang;
2 p. anal. petite tache, petit point.
Étymologie: ῥαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰνίς: ίδος (ῐδ) ἡ капля Eur., Arph., Arst., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰνίς: -ίδος, ἡ, (ῥαίνω) ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου ῥαθάμιγξ, σταγών, «σταλαγματιά», πέτραν κοιλαίνει ῥ. ὕδατος ἐνδελεχείῃ Χοιρίλ. 9 (σ. 169 Näke)· ὑγραὶ ῥ. Εὐρ. Ἀνδρ. 227· δρόσου Ἴων 106· ἡ ῥ. βέβληκέ με, σταγὼν βροχῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 171, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13. 10., 3. 4, 17. 2) τὸ ἀνδρικὸν σπέρμα, ἐξ ἀκολάστου λαγνείας γέγονας καὶ μιαρᾶς ῥανίδος Ἀνθ. Π. 10. 45. 3) μεταφορ., στίγμα, τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεὶ κρόκῳ παρεικασμένας Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· πέτραι ἑστιγμέναι ταῖς τοῦ χρυσοῦ ῥανίσιν Φιλόστρ. 134.
Greek Monolingual
η / ῥανίς, -ίδος, ΝΜΑ
σταγόνα, σταλαματιά (α. «έχυσαν και την τελευταία ρανίδα του αίματός τους» β. «ὡς ῥανὶς δρόσου ὀρθρινὴ κατελθοῦσα ἐπὶ γῆν», ΠΔ)
αρχ.
1. το σπέρμα του ανδρός
2. κηλίδα, στίγμα, σημάδι («τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεί κρόκῳ παρεικασμένας», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαν- του ραίνω + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. λακίς, ραφίς)].
Greek Monotonic
ῥᾰνίς: -ίδος, ἡ (ῥαίνω), σταγόνα, σε Ευρ.· σταγόνα βροχής, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
ῥαντήρ See also: s. ῥαίνω.
Middle Liddell
ῥᾰνίς, ίδος, ἡ, ῥαίνω
a drop, Eur.; a rain-drop, Ar.
Frisk Etymology German
ῥανίς: ῥαντήρ
{rhanís}
See also: s. ῥαίνω.
Page 2,642