χέζω: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(13_5) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1341.png Seite 1341]] fut. χεσοῦμαι, Ar. Vesp. 941, auch χέσειν, Pallad. 62 (VII, 683); aor. ἔχεσα u. ἔχεσον, perf. κέχοδα, perf. pass. κεχεσμένος, Ar. Ach. 1133, – seine Nothdurft verrichten, scheißen, 82, Equ. 70 u. sonst, zum Scherz auch im med. gebraucht, χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1341.png Seite 1341]] fut. χεσοῦμαι, Ar. Vesp. 941, auch χέσειν, Pallad. 62 (VII, 683); aor. ἔχεσα u. ἔχεσον, perf. κέχοδα, perf. pass. κεχεσμένος, Ar. Ach. 1133, – seine Nothdurft verrichten, scheißen, 82, Equ. 70 u. sonst, zum Scherz auch im med. gebraucht, χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χέζω''': μελλ. χεσοῦμαι Ἀριστοφ. Σφ. 941, Εἰρήν. 1235· καὶ καταχέσομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 207· - ἀόρ. α΄ ἔχεσα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 320, 808, (ἐγ-) [[αὐτόθι]] 347, (κατ-) Νεφ. 174· καὶ ἀόρ. β΄ ἕχεσον (κατ-) Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Γανυμήδει» 4, ἀπαρέμφ. χεσεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 570, Ἀνθ. Π. 7. 683· - πρκμ. κέχοδα (ἴδε ἐγ-, ἐπι-[[χέζω]])· παθητ. κέχεσμαι ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΧΕΔ παράγονται καὶ αἱ λέξ. χόδος, χόδανος, μυό χοδον· πρβλ. Σανσκρ. had, had-ê (laxare alvuni)· Ἀγγλο-Σαξον. scit-e· Ἀρχ. Γερμ. sciz-u· - [[ὥστε]] φαίνεται ὅτι ἀπώλετο τὸ ἀρκτικὸν σ). Ὡς καὶ νῦν, ἀποπατῶ, [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ.· παροιμ.: εἰ [[μηδὲ]] χέσαι γ’ αὐτῷ σχολὴ γενήσεται Στράττις ἐν «Χρυσίππῳ» 1· - μετ’ αἰτ., σησαμίδας δὲ χέζει, μῆλα δὲ χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 17· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ὡς λογοπαίγνιον), χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο Ἀριστοφ. Ἱππ. 1057. - Παθ., [[σπέλεθος]] [[ἀρτίως]] κεχεσμένος, [[κόπρος]] [[ἀρτίως]] ἐκπεσοῦσα τῆς ἕδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 1170. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:33, 5 August 2017
English (LSJ)
fut.
A χεσοῦμαι Ar.V.941, Pax1235; also κατα-χέσομαι Id.Fr.152: aor. 1 ἔχεσα Id.Ec.320,808, (ἐγ-) ib.347, (κατ-) Nu. 174: aor. 2 ἔχεσον (κατ-) Alc.Com.4 (cf. Hdn.Gr.2.801); inf. χεσεῖν Ar.Th.570, AP7.683 (Pall.): pf. κέχοδα (only in compds. ἐγ-, ἐπι-χέζω): Pass., κέχεσμαι (v. infr.):—ease oneself, Ar. ll.cc., etc.: prov., εἰ μηδὲ χέσαι γε . . σχολὴ γενήσεται Stratt.51; οὐκ ἔχεις ὅ[ποι χέσῃς] ὑπὸ τῶν ἀγαθῶν cj. in Men.530.9, cf. Com.Adesp. 491; ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις Str.7Fr.8: c. acc., χ. σησαμίδας Eup.163 (lyr.):—Med. (for the sake of the pun), χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο Ar.Eq.1057 (hex.):—Pass., πέλεθος ἀρτίως κεχεσμένος dung just dropped, Id.Ach.1170. (Cf. Skt. hádati (same sense).)
German (Pape)
[Seite 1341] fut. χεσοῦμαι, Ar. Vesp. 941, auch χέσειν, Pallad. 62 (VII, 683); aor. ἔχεσα u. ἔχεσον, perf. κέχοδα, perf. pass. κεχεσμένος, Ar. Ach. 1133, – seine Nothdurft verrichten, scheißen, 82, Equ. 70 u. sonst, zum Scherz auch im med. gebraucht, χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο.
Greek (Liddell-Scott)
χέζω: μελλ. χεσοῦμαι Ἀριστοφ. Σφ. 941, Εἰρήν. 1235· καὶ καταχέσομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 207· - ἀόρ. α΄ ἔχεσα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 320, 808, (ἐγ-) αὐτόθι 347, (κατ-) Νεφ. 174· καὶ ἀόρ. β΄ ἕχεσον (κατ-) Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Γανυμήδει» 4, ἀπαρέμφ. χεσεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 570, Ἀνθ. Π. 7. 683· - πρκμ. κέχοδα (ἴδε ἐγ-, ἐπι-χέζω)· παθητ. κέχεσμαι ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΧΕΔ παράγονται καὶ αἱ λέξ. χόδος, χόδανος, μυό χοδον· πρβλ. Σανσκρ. had, had-ê (laxare alvuni)· Ἀγγλο-Σαξον. scit-e· Ἀρχ. Γερμ. sciz-u· - ὥστε φαίνεται ὅτι ἀπώλετο τὸ ἀρκτικὸν σ). Ὡς καὶ νῦν, ἀποπατῶ, συχν. παρ’ Ἀριστοφ.· παροιμ.: εἰ μηδὲ χέσαι γ’ αὐτῷ σχολὴ γενήσεται Στράττις ἐν «Χρυσίππῳ» 1· - μετ’ αἰτ., σησαμίδας δὲ χέζει, μῆλα δὲ χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 17· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ὡς λογοπαίγνιον), χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο Ἀριστοφ. Ἱππ. 1057. - Παθ., σπέλεθος ἀρτίως κεχεσμένος, κόπρος ἀρτίως ἐκπεσοῦσα τῆς ἕδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 1170.