ἀσφόδελος: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(13_3)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0382.png Seite 382]] ὁ, eine lilienartige Pflanze, deren kleine Wurzelknollen gegessen wurden, Hes. O. 41; Theocr. 26, 4; asphodelus ramosus, Linn.; vgl. Theophr. H. Pl. 7, 12; Paus. 10, 38.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0382.png Seite 382]] ὁ, eine lilienartige Pflanze, deren kleine Wurzelknollen gegessen wurden, Hes. O. 41; Theocr. 26, 4; asphodelus ramosus, Linn.; vgl. Theophr. H. Pl. 7, 12; Paus. 10, 38.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσφόδελος''': ὁ, τὸ «σφερδοῦκλι», [[εἶδος]] φυτοῦ κρινοειδοῦς, οὗ αἱ ῥίζαι ἐτρώγοντο, Ἡσ. Ἔργ. καὶ <br />Ἡμ. 41· «[[βοτάνη]] τῶν βολβοδῶν… πολλὰ εἰς τροφὴν παρεχομένη χρήσιμα· καὶ γὰρ ὁ [[ἀνθέρικος]] [[ἐδώδιμος]] σταθευόμενος καὶ τὸ [[σπέρμα]] φρυγόμενον καὶ πάντων δὲ [[μάλιστα]] ἡ [[ῥίζα]] κοπτομένη [[μετὰ]] σύκου» Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 10, 7., 7. 13, 2-4., Θεόκρ. 7. 68 κτλ.· σφοδελὸς Ἀριστοφ. ἐν Mein. Ἀποσπ. 2. 2. 1198. ΙΙ. ὀξυτ. ὡς ἐπίθ., [[ἀσφόδελος]] [[λειμών]], ὁ [[πλήρης]] ἀσφοδέλων [[λειμών]], [[ἔνθα]] ἡσύχαζον αἱ σκιαὶ τῶν ἡρώων, Ὀδ. Λ. 539., Ω. 13· [[καθόλου]], λειμὼν [[πλήρης]] ἀνθέων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 221, 344.
}}
}}

Revision as of 11:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφόδελος Medium diacritics: ἀσφόδελος Low diacritics: ασφόδελος Capitals: ΑΣΦΟΔΕΛΟΣ
Transliteration A: asphódelos Transliteration B: asphodelos Transliteration C: asfodelos Beta Code: a)sfo/delos

English (LSJ)

ὁ,

   A asphodel, Asphodelus ramosus, Hes.Op.41, Arist. HA627a8, Thphr.HP1.10.7,7.13.2, Crateuas Fr.5, Theoc.7.68, Dsc. 2.169, etc.; cf. σφοδελός.    II oxyt., as Adj., ἀσφοδελὸς λειμών the asphodel mead which the shades of heroes haunted, Od.11.539, 24.13: generally, flowery mead, h.Merc.221, 344. (On the accent v. Hdn.Gr.1.160.)

German (Pape)

[Seite 382] ὁ, eine lilienartige Pflanze, deren kleine Wurzelknollen gegessen wurden, Hes. O. 41; Theocr. 26, 4; asphodelus ramosus, Linn.; vgl. Theophr. H. Pl. 7, 12; Paus. 10, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφόδελος: ὁ, τὸ «σφερδοῦκλι», εἶδος φυτοῦ κρινοειδοῦς, οὗ αἱ ῥίζαι ἐτρώγοντο, Ἡσ. Ἔργ. καὶ
Ἡμ. 41· «βοτάνη τῶν βολβοδῶν… πολλὰ εἰς τροφὴν παρεχομένη χρήσιμα· καὶ γὰρ ὁ ἀνθέρικος ἐδώδιμος σταθευόμενος καὶ τὸ σπέρμα φρυγόμενον καὶ πάντων δὲ μάλισταῥίζα κοπτομένη μετὰ σύκου» Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 10, 7., 7. 13, 2-4., Θεόκρ. 7. 68 κτλ.· σφοδελὸς Ἀριστοφ. ἐν Mein. Ἀποσπ. 2. 2. 1198. ΙΙ. ὀξυτ. ὡς ἐπίθ., ἀσφόδελος λειμών, ὁ πλήρης ἀσφοδέλων λειμών, ἔνθα ἡσύχαζον αἱ σκιαὶ τῶν ἡρώων, Ὀδ. Λ. 539., Ω. 13· καθόλου, λειμὼν πλήρης ἀνθέων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 221, 344.