παράσειρος: Difference between revisions
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
(13_6b) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0497.png Seite 497]] neben od. an dem Seile, an der Leine gehend, gew. [[ἵππος]], das nicht ins Joch gespannte, sondern daneben, an der Leine ziehende Pferd, Handpferd (vgl. [[σειραφόρος]]), Ggstz von [[ζύγιος]], Themist., zw. Dah. nebenher gehend, der Gefährte, Πυλάδης ποδὶ κηδοσύνῳ [[παράσειρος]], Eur. Or. 1017; – παρασείρους καθίησιν ὁρμιάς, auf beiden Seiten, Ael. H. A. 15, 10; vgl. Xen. Cyn. 5, 25; – τὰ παράσειρα, auch παράσυρα geschrieben, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, VLL. u. sp. Medic. Nach Poll. 2, 182 auch die letzten Rippen, bei Hesych. παρασείρια. – Bei Ath. V, 206 c ist τὸ παράσειρον f. l. für [[παράσειον]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0497.png Seite 497]] neben od. an dem Seile, an der Leine gehend, gew. [[ἵππος]], das nicht ins Joch gespannte, sondern daneben, an der Leine ziehende Pferd, Handpferd (vgl. [[σειραφόρος]]), Ggstz von [[ζύγιος]], Themist., zw. Dah. nebenher gehend, der Gefährte, Πυλάδης ποδὶ κηδοσύνῳ [[παράσειρος]], Eur. Or. 1017; – παρασείρους καθίησιν ὁρμιάς, auf beiden Seiten, Ael. H. A. 15, 10; vgl. Xen. Cyn. 5, 25; – τὰ παράσειρα, auch παράσυρα geschrieben, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, VLL. u. sp. Medic. Nach Poll. 2, 182 auch die letzten Rippen, bei Hesych. παρασείρια. – Bei Ath. V, 206 c ist τὸ παράσειρον f. l. für [[παράσειον]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παράσειρος''': -ον, (σειρὰ) ἐζευγμένος πλησίον, π. [[ἵππος]], ὁ παρεζευγμένος εἰς τὰ πλάγια τοῦ συνήθους ζεύγους, = [[σειραφόρος]], [[Πολυδ]]. Α΄, 141, Θεμίστ. σελ. 60, 12· - μεταφορ., [[ὁμόζυξ]], ἀληθὴς [[σύντροφος]], Εὐρ. Ὀρ. 1017. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ πλησίον ἢ παραπλεύρως κείμενος, κτλ., Ξεν. Κυν. 5, 23 (κατὰ τὸν Schneid. ἀντὶ παράσηρος), Αἰλ. π. Ζ. 15. 10· - παράσειρα, τά, [[ἐσφαλμένως]] φέρεται παράσυρα, αἱ [[ἑκατέρωθεν]] τῆς γλώσσης κοιλότητες, [[Πολυδ]]. Β΄, 107· παρ’ Ἡσυχ. [[περισείρια]]· - δύο πλευραὶ π., αἱ δύο κατώταται τῶν γνησίων πλευρῶν, [[Πολυδ]]. Β΄, 128. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (σειρά)
A tied or fastened alongside, π. ἵππος a horse harnessed alongside of the regular pair, = σειραφόρος, Poll.1.141, Them.Or.4.50a : metaph., associate, E.Or.1017 (lyr.). II generally, at the side, X. Cyn.5.23, Ael.NA15.10 ; παράσειρα, τά, parts on each side of the tongue, Ruf. Onom.57, Poll.2.107, cf. περισείρια ; δύο [πλευραὶ] π. two lowest of the true ribs, ib. 182.
German (Pape)
[Seite 497] neben od. an dem Seile, an der Leine gehend, gew. ἵππος, das nicht ins Joch gespannte, sondern daneben, an der Leine ziehende Pferd, Handpferd (vgl. σειραφόρος), Ggstz von ζύγιος, Themist., zw. Dah. nebenher gehend, der Gefährte, Πυλάδης ποδὶ κηδοσύνῳ παράσειρος, Eur. Or. 1017; – παρασείρους καθίησιν ὁρμιάς, auf beiden Seiten, Ael. H. A. 15, 10; vgl. Xen. Cyn. 5, 25; – τὰ παράσειρα, auch παράσυρα geschrieben, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, VLL. u. sp. Medic. Nach Poll. 2, 182 auch die letzten Rippen, bei Hesych. παρασείρια. – Bei Ath. V, 206 c ist τὸ παράσειρον f. l. für παράσειον.
Greek (Liddell-Scott)
παράσειρος: -ον, (σειρὰ) ἐζευγμένος πλησίον, π. ἵππος, ὁ παρεζευγμένος εἰς τὰ πλάγια τοῦ συνήθους ζεύγους, = σειραφόρος, Πολυδ. Α΄, 141, Θεμίστ. σελ. 60, 12· - μεταφορ., ὁμόζυξ, ἀληθὴς σύντροφος, Εὐρ. Ὀρ. 1017. ΙΙ. καθόλου, ὁ πλησίον ἢ παραπλεύρως κείμενος, κτλ., Ξεν. Κυν. 5, 23 (κατὰ τὸν Schneid. ἀντὶ παράσηρος), Αἰλ. π. Ζ. 15. 10· - παράσειρα, τά, ἐσφαλμένως φέρεται παράσυρα, αἱ ἑκατέρωθεν τῆς γλώσσης κοιλότητες, Πολυδ. Β΄, 107· παρ’ Ἡσυχ. περισείρια· - δύο πλευραὶ π., αἱ δύο κατώταται τῶν γνησίων πλευρῶν, Πολυδ. Β΄, 128.