ὁμοτέρμων: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(13_2) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0340.png Seite 340]] ον, zusammengrenzend, Grenznachbar; [[μήτε]] οἰκείου πολίτου γείτονος, [[μήτε]] ὁμοτέρμονος, Plat. Legg. VIII, 842 e; Sp., wie D. Hal. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0340.png Seite 340]] ον, zusammengrenzend, Grenznachbar; [[μήτε]] οἰκείου πολίτου γείτονος, [[μήτε]] ὁμοτέρμονος, Plat. Legg. VIII, 842 e; Sp., wie D. Hal. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὁμοτέρμων''': -ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ σύνορα, συνορεύων μετά τινος, [[ὅμορος]], [[μήτε]] γείτονος [[μήτε]] ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 842Ε, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 9, 26. κτλ.· ὁμ. τινὸς Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 419· τινὶ Ἀθήν. 625F. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:39, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A having the same borders, marching with another, μήτε γείτονος μήτε ὁ. Pl.Lg.842e, cf. D.H.1.9,26, al. ; ὁμοτέρμονα νῆσον Σικελίης Nic.Fr.5, cf. Scyl.22 ; τινι Ath.14. 625f.
German (Pape)
[Seite 340] ον, zusammengrenzend, Grenznachbar; μήτε οἰκείου πολίτου γείτονος, μήτε ὁμοτέρμονος, Plat. Legg. VIII, 842 e; Sp., wie D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοτέρμων: -ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ σύνορα, συνορεύων μετά τινος, ὅμορος, μήτε γείτονος μήτε ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 842Ε, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 9, 26. κτλ.· ὁμ. τινὸς Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 419· τινὶ Ἀθήν. 625F.