συνέστιος: Difference between revisions
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
(13_6a) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1020.png Seite 1020]] mit Andern an einem Heerde od. in einem Hause seiend; Aesch. Spt. 755; οἴκοισιν εἰ ξυνέστιος ἐν τοῖς ἐμοῖς γένοιτο, Soph. O. R. 249; Eur. El. 784; u. sp. D., wie [[συνέστιος]] μακάρεσσι Gall. 2 (Plan. 89), συνέστιε δαιτὸς ἐΐσης, von der Flasche, M. Arg. 21 (VI, 248); u. in Prosa, [[ἐάνπερ]] ὁ κτείνας συνέστιός σοι καὶ [[ὁμοτράπεζος]] ᾐ Plat. Euthyphr. 4 b, καὶ [[σύσσιτος]] Ep. VII, 350 c. – Auch Zeus heißt so, der Beschützer des Heerdes, Aesch. Ag. 687. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1020.png Seite 1020]] mit Andern an einem Heerde od. in einem Hause seiend; Aesch. Spt. 755; οἴκοισιν εἰ ξυνέστιος ἐν τοῖς ἐμοῖς γένοιτο, Soph. O. R. 249; Eur. El. 784; u. sp. D., wie [[συνέστιος]] μακάρεσσι Gall. 2 (Plan. 89), συνέστιε δαιτὸς ἐΐσης, von der Flasche, M. Arg. 21 (VI, 248); u. in Prosa, [[ἐάνπερ]] ὁ κτείνας συνέστιός σοι καὶ [[ὁμοτράπεζος]] ᾐ Plat. Euthyphr. 4 b, καὶ [[σύσσιτος]] Ep. VII, 350 c. – Auch Zeus heißt so, der Beschützer des Heerdes, Aesch. Ag. 687. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συνέστιος''': -ον, ὁ μετέχων τῆς ἑστίας, κατοικῶν ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ μετά τινος, [[σύνοικος]], [[ξένος]] παραμένων μετά τινος, Λατιν. contubernalis, Σοφ. Ο. Τ. 249, Εὐριπ. Ἄλκ. 1151· [[σύσσιτος]] καὶ σ. Πλάτ. Ἐπιστ. 350C· ― ξυνέστιοι πόλεος, οἱ συμπολῖται [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Θήβ. 773· συνέστιε δαιτὸς ἐΐσης, ἐπὶ λαγύνου οἴνου, Ἀνθ. Π. 6. 248· ― [[μετὰ]] δοτ. προσ., σ. σοι καὶ [[ὁμοτράπεζος]] Πλάτ. Εὐθύφρ. 4Β, πρβλ. Νόμ. 868Ε· ἀθανάτοισι σ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1319· Μούσαις Ἀνθ. Π. 7. 41· [[ὄρνις]] σ. ἀνθρώποισι Ὀππ. Κυνηγ. 3. 118· [[μετὰ]] δοτ. προσ., ξ. ἐμοὶ θοίνῃ γενέσθαι Εὐρ. Ἠλ. 784. 2) ὡς ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], ὁ προστάτης τῆς ἑστίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 704. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:39, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A sharing one's hearth or house, S.OT249, E.Alc.1151; σύσσιτος καὶ σ. Pl.Ep.350c; ξυνέστιοι πόλεος his fellow-citizens, A.Th.773 (lyr.); σ. δαιτός, of a bottle, AP6.248 (Marc. Arg.): c. dat. pers., σ. σοι καὶ ὁμοτράπεζος Pl.Euthphr.4b, cf. Lg.868e; ἀθανάτοισι σ. A.R.1.1319; ἀμβροσίῃσι σ. AP7.41; ὄρνις σ. ἀνθρώποισι Opp.C.3.118: c. dat. pers. et gen. rei, χρὴ συνεστίους ἐμοὶ γοίνης γενέσθαι associates with me in the feast, E.El.784. 2 epith. of Zeus, guardian of the hearth, A.Ag. 703 (lyr.); σ. θεοί sharing the same hearth, i.e. temple, PGiss.99.26 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1020] mit Andern an einem Heerde od. in einem Hause seiend; Aesch. Spt. 755; οἴκοισιν εἰ ξυνέστιος ἐν τοῖς ἐμοῖς γένοιτο, Soph. O. R. 249; Eur. El. 784; u. sp. D., wie συνέστιος μακάρεσσι Gall. 2 (Plan. 89), συνέστιε δαιτὸς ἐΐσης, von der Flasche, M. Arg. 21 (VI, 248); u. in Prosa, ἐάνπερ ὁ κτείνας συνέστιός σοι καὶ ὁμοτράπεζος ᾐ Plat. Euthyphr. 4 b, καὶ σύσσιτος Ep. VII, 350 c. – Auch Zeus heißt so, der Beschützer des Heerdes, Aesch. Ag. 687.
Greek (Liddell-Scott)
συνέστιος: -ον, ὁ μετέχων τῆς ἑστίας, κατοικῶν ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ μετά τινος, σύνοικος, ξένος παραμένων μετά τινος, Λατιν. contubernalis, Σοφ. Ο. Τ. 249, Εὐριπ. Ἄλκ. 1151· σύσσιτος καὶ σ. Πλάτ. Ἐπιστ. 350C· ― ξυνέστιοι πόλεος, οἱ συμπολῖται αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 773· συνέστιε δαιτὸς ἐΐσης, ἐπὶ λαγύνου οἴνου, Ἀνθ. Π. 6. 248· ― μετὰ δοτ. προσ., σ. σοι καὶ ὁμοτράπεζος Πλάτ. Εὐθύφρ. 4Β, πρβλ. Νόμ. 868Ε· ἀθανάτοισι σ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1319· Μούσαις Ἀνθ. Π. 7. 41· ὄρνις σ. ἀνθρώποισι Ὀππ. Κυνηγ. 3. 118· μετὰ δοτ. προσ., ξ. ἐμοὶ θοίνῃ γενέσθαι Εὐρ. Ἠλ. 784. 2) ὡς ἐπίθ. τοῦ Διός, ὁ προστάτης τῆς ἑστίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 704.