ἄμμορος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
(13_6a)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] ον, p. = [[ἄμορος]], untheilhaftig, Hom. viermal, Iliad. 18, 489 Od. 5, 275 vom Gestirne des großen Bären οἴη δ' ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο; ohne cas., an derselben Stelle des Verses Iliad. 6, 408. 24, 773 παῖδά τε νηπίαχον (τῷ σέ θ' ἅμα [[κλαίω]]) καὶ ἔμ' ἄμμορον, mich Unglückliche; – Pind. N. 6, 14 ohne cas. = unglücklich; καλῶν Ol. 1, 84; Soph. Phil. 182; τέκνων Eur. Hec. 423, Kinder verloren habend; κακότητος Qu. Sm. 1. 430; ad. 495 (Plan. 303); vgl. [[ἄμοιρος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] ον, p. = [[ἄμορος]], untheilhaftig, Hom. viermal, Iliad. 18, 489 Od. 5, 275 vom Gestirne des großen Bären οἴη δ' ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο; ohne cas., an derselben Stelle des Verses Iliad. 6, 408. 24, 773 παῖδά τε νηπίαχον (τῷ σέ θ' ἅμα [[κλαίω]]) καὶ ἔμ' ἄμμορον, mich Unglückliche; – Pind. N. 6, 14 ohne cas. = unglücklich; καλῶν Ol. 1, 84; Soph. Phil. 182; τέκνων Eur. Hec. 423, Kinder verloren habend; κακότητος Qu. Sm. 1. 430; ad. 495 (Plan. 303); vgl. [[ἄμοιρος]].
}}
{{ls
|lstext='''ἄμμορος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ἄμοιρος]] (ὃ ἴδε), ὁ μὴ ἔχων [[μέρος]] ἔν τινι, ὁ [[ἀμέτοχος]], μὴ λαμβάνων [[μερίδιον]]· ἰδίως ἔν τινι καλῷ πράγματι· μ. γεν. [[ἄμμορος]]... λοετρῶν Ὠκεανοῖο Ἰλ. Σ. 489, Ὀδ. Ε. 275· καλῶν Πινδ. Ο. 1. 134· πάντων Σοφ. Φ. 182· τέκνων ἄμμ., ἐστερημένος τέκνων, Εὐρ. Ἑκ. 421· ἐλπίδος Ἀνθ. Π. (παράρτ. 349). 2) μεταγεν. [[ἁπλῶς]], [[ἐλεύθερος]] ἀπό τινος, [[ἄνευ]] τινός, ἄμμ. κακότητος Κόϊντ. Σμυρν. 1. 430· ὠδίνων Ἀνθ. Π. 7. 465. ΙΙ. ἀπολ., [[δυστυχής]], τεθλιμμένος, Ἰλ. Ζ. 418., Ω. 773· οὐκ ἄμμ. Πινδ. Ν. 6. 26.
}}
}}

Revision as of 11:41, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμμορος Medium diacritics: ἄμμορος Low diacritics: άμμορος Capitals: ΑΜΜΟΡΟΣ
Transliteration A: ámmoros Transliteration B: ammoros Transliteration C: ammoros Beta Code: a)/mmoros

English (LSJ)

ον, poet. for ἄμοιρος (q. v.),

   A without share of, without lot in, c. gen., ἄμμορος . . λοετρῶν Ὠκεανοῖο Il.18.489, Od.5.275; καλῶν Pi.O.1.84; πάντων S.Ph.182 (lyr.); τέκνων ἄ. bereft of children, E. Hec.421; οὐκ ἄ. ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας Pi.N.6.14; ἄ. ἐσθλῆς ἐλπίδος IG 14.1942.11.    2 later, simply, free from, without, ἄ. κακότητος Q.S.1.430.    II abs., ill-fated, Il.6.408, 24.773. (ἀ- priv., smor-, cf. κάσμορος.)

German (Pape)

[Seite 126] ον, p. = ἄμορος, untheilhaftig, Hom. viermal, Iliad. 18, 489 Od. 5, 275 vom Gestirne des großen Bären οἴη δ' ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο; ohne cas., an derselben Stelle des Verses Iliad. 6, 408. 24, 773 παῖδά τε νηπίαχον (τῷ σέ θ' ἅμα κλαίω) καὶ ἔμ' ἄμμορον, mich Unglückliche; – Pind. N. 6, 14 ohne cas. = unglücklich; καλῶν Ol. 1, 84; Soph. Phil. 182; τέκνων Eur. Hec. 423, Kinder verloren habend; κακότητος Qu. Sm. 1. 430; ad. 495 (Plan. 303); vgl. ἄμοιρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμμορος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἄμοιρος (ὃ ἴδε), ὁ μὴ ἔχων μέρος ἔν τινι, ὁ ἀμέτοχος, μὴ λαμβάνων μερίδιον· ἰδίως ἔν τινι καλῷ πράγματι· μ. γεν. ἄμμορος... λοετρῶν Ὠκεανοῖο Ἰλ. Σ. 489, Ὀδ. Ε. 275· καλῶν Πινδ. Ο. 1. 134· πάντων Σοφ. Φ. 182· τέκνων ἄμμ., ἐστερημένος τέκνων, Εὐρ. Ἑκ. 421· ἐλπίδος Ἀνθ. Π. (παράρτ. 349). 2) μεταγεν. ἁπλῶς, ἐλεύθερος ἀπό τινος, ἄνευ τινός, ἄμμ. κακότητος Κόϊντ. Σμυρν. 1. 430· ὠδίνων Ἀνθ. Π. 7. 465. ΙΙ. ἀπολ., δυστυχής, τεθλιμμένος, Ἰλ. Ζ. 418., Ω. 773· οὐκ ἄμμ. Πινδ. Ν. 6. 26.