ἄμορος

From LSJ

Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes

Sophocles, Antigone, 295-297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμορος Medium diacritics: ἄμορος Low diacritics: άμορος Capitals: ΑΜΟΡΟΣ
Transliteration A: ámoros Transliteration B: amoros Transliteration C: amoros Beta Code: a)/moros

English (LSJ)

ἄμορον,
A = ἄμοιρος, c. gen., τέκνων E.Med.1395; ὠδίνων AP7.465 (Heraclit.).
II abs., unlucky, wretched, cj. Pors. for ἄμοιρος in S.OT248.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 c. gen. que carece, que no tiene τέκνων E.Med.1395, ὠδίνων AP 7.465 (Heraclit.), στεφάνων SEG 23.278a (Tebas III a.C.).
2 abs. infortunado S.OT 248.

German (Pape)

[Seite 128] untheilhaftig, ὠδίνων Heraclid. 1 (VII, 465); bei Eur. τέκνων, beraubt, Med. 1395; ohne cas., unglücklich, Soph. O. R. 248, nach Porson's Emend., s. ἄμμορος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 privé de, gén.;
2 malheureux.
Étymologie: , μείρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἄμορος: Soph., Eur., Anth. = ἄμοιρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμορος: -ον, = ἄμοιρος, ἄμμορος, μ. γεν., τέκνων Εὐρ. Μήδ. 1395. ΙΙ. ἀπολ., ἀτυχής, ἐλεεινός, ἄθλιος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Πόρσ. ἀντὶ ἄμοιρος ἐν Σοφ. Ο. Τ. 248.

Greek Monolingual

(I)
ἄμορος, -ον (Α) μόρος
1. (με γεν.) στερημένος, αμέτοχος «ἄμορος τέκνων» (Ευρ.)
2. απόλ. κακότυχος, κακομοίρης «κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῖψαι βίον» (Σοφ.).
(II)
-η, -ον
1. άφαντος «έγινεν άμορος»
2. το ουδ. ως ουσ. άμορο, το
το ποντίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας
συνδέεται πιθ. με το άμοιρος].
(III)
-η, -ο αμορίλα
1. τεμπέλης, φυγόπονος, ακαμάτης
2. ανίκανος, ανάξιος
«άμορος άνθρωπος, τί περιμένεις»
3. κακός, ελαττωματικός, άγονος (για χωράφι)
«άμορο χούι» κακή συνήθεια
4. άτυχος, κακορίζικος «Στον άμορο τον τόπο το Μάη μήνα χιόνιζε»
5. δυσοίωνος «τί ήρθαν οι πόστες άμορες και τα φερμάνια μαύρα».

Greek Monotonic

ἄμορος: -ον, ποιητ. ἄμμορος I. = ἄμοιρος, με γεν., σε Ευρ.
II. απόλ., άτυχος, ελεεινός, άθλιος, σε Σοφ.

Middle Liddell

poet. ἄμμορος
I. = ἄμοιρος c. gen., Eur.
II. absol., unlucky, wretched, Soph.