ὀχυρόω: Difference between revisions
(13_4) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0431.png Seite 431]] fest machen, befestigen; τὰ πρόπυλα σιδηροῖς κλείθροις, Plat. Ax. 371 b; u. med., ὀχυροῦσθαι τὰ τείχη φύλαξιν, Xen. Cyr. 5, 4, 39; Pol. 14, 2, 3 u. öfter, auch einmal im act., 14, 9, 9; Sp.; ὀχυρωτέος, Plut. Mar. 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0431.png Seite 431]] fest machen, befestigen; τὰ πρόπυλα σιδηροῖς κλείθροις, Plat. Ax. 371 b; u. med., ὀχυροῦσθαι τὰ τείχη φύλαξιν, Xen. Cyr. 5, 4, 39; Pol. 14, 2, 3 u. öfter, auch einmal im act., 14, 9, 9; Sp.; ὀχυρωτέος, Plut. Mar. 18. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀχῠρόω''': καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἀσφαλές, ὀχυρώνω, τὴν πόλιν Πολύβ. 14. 9, 9˙ - τὸ μέσ. [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., Ξεν. Κύρ. 5. 4, 39, Πολύβ. 1. 18, 3. - Παθ., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦνται Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β˙ πρόθυρα ὠχύρωτο Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 9. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 5 August 2017
English (LSJ)
A fortify, τοὺς λιμένας IG22.834.14 (iii B. C.); πόλιν Plb.14. 9.9, J.AJ12.7.7; τὰ στόματα τῶν ποταμῶν OGI90.25 (Rosetta, ii B. C.); τείχη LXX Je.28(51).53: metaph., τὸν τῆς εὐσεβείας λιμένα ib.4 Ma.13.7:—Med., in act. sense, X.Cyr.5.4.39, Plb.1.18.3:— Pass., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦται Pl.Ax.371b, cf. OGI90.22 (Rosetta, ii B. C.); πρόθυρα τείχεσι . . ὠχύρωτο Arist.Mu.398a18. 2 ὠχυρωμένη besieged, LXX Jo.6.1. II metaph., confirm, τὸ λεγόμενον Phld.Rh.2.98 S. III constrain, τοὺς πονηρούς ib.148 S.
German (Pape)
[Seite 431] fest machen, befestigen; τὰ πρόπυλα σιδηροῖς κλείθροις, Plat. Ax. 371 b; u. med., ὀχυροῦσθαι τὰ τείχη φύλαξιν, Xen. Cyr. 5, 4, 39; Pol. 14, 2, 3 u. öfter, auch einmal im act., 14, 9, 9; Sp.; ὀχυρωτέος, Plut. Mar. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχῠρόω: καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἀσφαλές, ὀχυρώνω, τὴν πόλιν Πολύβ. 14. 9, 9˙ - τὸ μέσ. ἁπλῶς ὡς τὸ ἐνεργ., Ξεν. Κύρ. 5. 4, 39, Πολύβ. 1. 18, 3. - Παθ., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦνται Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β˙ πρόθυρα ὠχύρωτο Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 9.