Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑλακτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλακτικός''': [ῠ], ή, όν, διατεθειμένος νὰ ὑλακτῇ, ὁ ἀγαπῶν νὰ γαυγύζῃ, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 15, Λουκ. Δὶς κατηγ. 33.
|lstext='''ὑλακτικός''': [ῠ], ή, όν, διατεθειμένος νὰ ὑλακτῇ, ὁ ἀγαπῶν νὰ γαυγύζῃ, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 15, Λουκ. Δὶς κατηγ. 33.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui aboie facilement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλακτέω]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλακτικός Medium diacritics: ὑλακτικός Low diacritics: υλακτικός Capitals: ΥΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hylaktikós Transliteration B: hylaktikos Transliteration C: ylaktikos Beta Code: u(laktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to bark, Arist.Phgn.807a19, Luc. Bis Acc.33; ζῷον Ph.1.352.

German (Pape)

[Seite 1176] bellend, zum Bellen geneigt; Luc. bis acc. 33; Erkl. von ὑλακόμωρος in Schol.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλακτικός: [ῠ], ή, όν, διατεθειμένος νὰ ὑλακτῇ, ὁ ἀγαπῶν νὰ γαυγύζῃ, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 15, Λουκ. Δὶς κατηγ. 33.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aboie facilement.
Étymologie: ὑλακτέω.