ἀγελάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγελάζομαι''': διαιτῶμαι ἢ ζῶ [[ἀγεληδόν]], [[συναγελάζομαι]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 12, 9, 9. 2, 1. - Οἱ δὲ Κρητῶν παῖδες ἀγελάζονται μετ’ [[ἀλλήλων]] σκληραγωγούμενοι, Νικ. Δαμ. Σ. 279: - Ὁ Ἡσύχ. λέγει, «ἀγελάσαι, κομίσει.» | |lstext='''ἀγελάζομαι''': διαιτῶμαι ἢ ζῶ [[ἀγεληδόν]], [[συναγελάζομαι]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 12, 9, 9. 2, 1. - Οἱ δὲ Κρητῶν παῖδες ἀγελάζονται μετ’ [[ἀλλήλων]] σκληραγωγούμενοι, Νικ. Δαμ. Σ. 279: - Ὁ Ἡσύχ. λέγει, «ἀγελάσαι, κομίσει.» | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s’attrouper, vivre en troupe.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγέλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
Pass.,
A to be gregarious, flock, Arist.HA597b7, 610b2, Nic. Dam.p.151 D.; ἐς τὴν ἤπειρον Men.Prot.p.49 D.:—Act., ἀγελάσαι· κομίσαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 11] med., heerdenweis leben, φάτται Arist. H. N. 9, 2, 1. Nach Poll. 4, 45 auch von den Versammlungen der Schüler.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγελάζομαι: διαιτῶμαι ἢ ζῶ ἀγεληδόν, συναγελάζομαι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 12, 9, 9. 2, 1. - Οἱ δὲ Κρητῶν παῖδες ἀγελάζονται μετ’ ἀλλήλων σκληραγωγούμενοι, Νικ. Δαμ. Σ. 279: - Ὁ Ἡσύχ. λέγει, «ἀγελάσαι, κομίσει.»
French (Bailly abrégé)
s’attrouper, vivre en troupe.
Étymologie: ἀγέλη.