ὑποταράσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποτᾰράσσω''': συγκ. -[[θράσσω]], Ἀττ. - ττω· μέλλ. -ξω. - Ταράττω [[κάτωθεν]] ἢ ὀλίγον, Ἀριστοφ. Σφ. 1285, Πλουτ. Φάβ. 2, κλπ. - Παθ., ὑπεταράχθη ἡ κοιλίη Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 979· ταράττομαι ὀλίγον, ὑπεταράχθην πρὸς τὸ αἰφνίδιον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2. 2) ἐμποιῶ, προξενῶ μικράν τινα ταραχήν, διαδρὰς ἐκ τῆς Ρώμης ὑπετάραττέ τι Δίων Κάσσ. 39. 56., 79. 4. - Πρβλ. [[ὑποθολόω]].
|lstext='''ὑποτᾰράσσω''': συγκ. -[[θράσσω]], Ἀττ. - ττω· μέλλ. -ξω. - Ταράττω [[κάτωθεν]] ἢ ὀλίγον, Ἀριστοφ. Σφ. 1285, Πλουτ. Φάβ. 2, κλπ. - Παθ., ὑπεταράχθη ἡ κοιλίη Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 979· ταράττομαι ὀλίγον, ὑπεταράχθην πρὸς τὸ αἰφνίδιον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2. 2) ἐμποιῶ, προξενῶ μικράν τινα ταραχήν, διαδρὰς ἐκ τῆς Ρώμης ὑπετάραττέ τι Δίων Κάσσ. 39. 56., 79. 4. - Πρβλ. [[ὑποθολόω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> troubler en dessous, au fond;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> effrayer un peu ; <i>Pass.</i> s’effrayer un peu, s’alarmer un peu : [[πρός]] [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ταράσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτᾰράσσω Medium diacritics: ὑποταράσσω Low diacritics: υποταράσσω Capitals: ΥΠΟΤΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: hypotarássō Transliteration B: hypotarassō Transliteration C: ypotarasso Beta Code: u(potara/ssw

English (LSJ)

contr. ὑποθράσσω, Att. ὑποταράττω:—

   A stir up, trouble, Ar.V. 1285, Plu.Fab.2, etc.:—Pass., κοιλίη . . ὑπεταράχθη f.l. in Hp.Epid.1.26. έ; ὑ. πρός τι to be somewhat troubled at... Luc.DMort.7.2.    2 ὑ. τι cause some trouble, D.C.39.56, cf. 79.4.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτᾰράσσω: συγκ. -θράσσω, Ἀττ. - ττω· μέλλ. -ξω. - Ταράττω κάτωθεν ἢ ὀλίγον, Ἀριστοφ. Σφ. 1285, Πλουτ. Φάβ. 2, κλπ. - Παθ., ὑπεταράχθη ἡ κοιλίη Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 979· ταράττομαι ὀλίγον, ὑπεταράχθην πρὸς τὸ αἰφνίδιον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2. 2) ἐμποιῶ, προξενῶ μικράν τινα ταραχήν, διαδρὰς ἐκ τῆς Ρώμης ὑπετάραττέ τι Δίων Κάσσ. 39. 56., 79. 4. - Πρβλ. ὑποθολόω.

French (Bailly abrégé)

1 troubler en dessous, au fond;
2 fig. effrayer un peu ; Pass. s’effrayer un peu, s’alarmer un peu : πρός τι de qch.
Étymologie: ὑπό, ταράσσω.