ἀποτήκω: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτήκω''': μέλλ. -ξω, [[ἀποχωρίζω]] τι ἀπό τινος, δι’ ἀποτήξεως, [[τήκω]], «λυώνω», [[ὥστε]] ἀποτήκειν αὐτῆς τῆς φύσεως Πλάτ. Τίμ. 65D, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 1, 4· τετυλωμένα βλέφαρα ἀποτήκει καὶ σμήχει, μαλακώνει καὶ καθαρίζει, Διοσκ. 5.115: - Παθ., καταναλίσκομαι, χάνομαι, ἀπετάκη [[αὐτοῦ]] [[τρία]] τάλαντα Ἡρόδ. 1. 50· ἀπετάκησαν οἱ μισθοὶ (κατὰ Graev. ἀντὶ ἀπετάθησαν) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 28. 2.
|lstext='''ἀποτήκω''': μέλλ. -ξω, [[ἀποχωρίζω]] τι ἀπό τινος, δι’ ἀποτήξεως, [[τήκω]], «λυώνω», [[ὥστε]] ἀποτήκειν αὐτῆς τῆς φύσεως Πλάτ. Τίμ. 65D, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 1, 4· τετυλωμένα βλέφαρα ἀποτήκει καὶ σμήχει, μαλακώνει καὶ καθαρίζει, Διοσκ. 5.115: - Παθ., καταναλίσκομαι, χάνομαι, ἀπετάκη [[αὐτοῦ]] [[τρία]] τάλαντα Ἡρόδ. 1. 50· ἀπετάκησαν οἱ μισθοὶ (κατὰ Graev. ἀντὶ ἀπετάθησαν) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 28. 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2 Pass.</i> ἀπετάκην;<br />faire fondre ; <i>Pass.</i> être fondu, fondre ; <i>p. ext.</i> être réduit à rien.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τήκω]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτήκω Medium diacritics: ἀποτήκω Low diacritics: αποτήκω Capitals: ΑΠΟΤΗΚΩ
Transliteration A: apotḗkō Transliteration B: apotēkō Transliteration C: apotiko Beta Code: a)poth/kw

English (LSJ)

   A meltaway from, αὐτῆς τῆς φύσεως ἀ. meltaway a part of .., Pl.Ti.65d; τετυλωμένα βλέφαρα ἀ. reduce them, Dsc.5.99: metaph., Plu.2.451f:—Pass., ἀπετάκη αὐτοῦ τρία τάλαντα Hdt.1.50, cf. Epicur. Ep.2. p.49U.; ἀπετάκησαν οἱ μασθοί (prob. for ἀπετάθησαν,), Luc. DMort.28.2.

German (Pape)

[Seite 330] zerschmelzen, durch Zerschmelzen verzehren, Plat. Tim. 65 d; pass., hinschwinden, ἀπετάκη Her. 1, 50; Luc. Mort. D. 28, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτήκω: μέλλ. -ξω, ἀποχωρίζω τι ἀπό τινος, δι’ ἀποτήξεως, τήκω, «λυώνω», ὥστε ἀποτήκειν αὐτῆς τῆς φύσεως Πλάτ. Τίμ. 65D, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 1, 4· τετυλωμένα βλέφαρα ἀποτήκει καὶ σμήχει, μαλακώνει καὶ καθαρίζει, Διοσκ. 5.115: - Παθ., καταναλίσκομαι, χάνομαι, ἀπετάκη αὐτοῦ τρία τάλαντα Ἡρόδ. 1. 50· ἀπετάκησαν οἱ μισθοὶ (κατὰ Graev. ἀντὶ ἀπετάθησαν) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 28. 2.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. ἀπετάκην;
faire fondre ; Pass. être fondu, fondre ; p. ext. être réduit à rien.
Étymologie: ἀπό, τήκω.