αἰσυλοεργός: Difference between revisions
From LSJ
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰσυλοεργός''': -όν, = αἴσυλα ῥέζῳν, παράνομα καὶ ἄδικα ἐργαζόμενος, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 28. 18, Μάξιμ. π. καταρχ. 368, ὁ Ἀρίσταρχος γράφει τοῦτο ἐν Ἰλ. Ε. 403 ἀντὶ τοῦ [[ὀβριμοεργός]]. | |lstext='''αἰσυλοεργός''': -όν, = αἴσυλα ῥέζῳν, παράνομα καὶ ἄδικα ἐργαζόμενος, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 28. 18, Μάξιμ. π. καταρχ. 368, ὁ Ἀρίσταρχος γράφει τοῦτο ἐν Ἰλ. Ε. 403 ἀντὶ τοῦ [[ὀβριμοεργός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />scélérat.<br />'''Étymologie:''' [[αἴσυλος]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
όν,
A = αἴσυλα ῥέζων, ill-doing, Max.368; read by Aristarch. in Il.5.403 for ὀβριμοεργός, cf. Clem.Al.Protr.2.33.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσυλοεργός: -όν, = αἴσυλα ῥέζῳν, παράνομα καὶ ἄδικα ἐργαζόμενος, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 28. 18, Μάξιμ. π. καταρχ. 368, ὁ Ἀρίσταρχος γράφει τοῦτο ἐν Ἰλ. Ε. 403 ἀντὶ τοῦ ὀβριμοεργός.