δημοῦχος: Difference between revisions
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δημοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ προστατεύων τὸν λαόν· ὡς ἐπίθ. τῶν προστατευουσῶν θεοτήτων, Σοφ. Ο. Κ. 458· δημοῦχοι γᾶς, χθονός, οἱ κυβερνῶντες τὸν λαὸν τῆς χώρας, [[αὐτόθι]] 1086, 1348. Ἐν Θεσπιαῖς οἱ ἄρχοντες τῆς πόλεως ἐλέγοντο δημοῦχοι, Διόδ. Σ. 4. 29. | |lstext='''δημοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ προστατεύων τὸν λαόν· ὡς ἐπίθ. τῶν προστατευουσῶν θεοτήτων, Σοφ. Ο. Κ. 458· δημοῦχοι γᾶς, χθονός, οἱ κυβερνῶντες τὸν λαὸν τῆς χώρας, [[αὐτόθι]] 1086, 1348. Ἐν Θεσπιαῖς οἱ ἄρχοντες τῆς πόλεως ἐλέγοντο δημοῦχοι, Διόδ. Σ. 4. 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> protecteur du pays <i>ou</i> du peuple;<br /><b>2</b> qui gouverne le pays <i>ou</i> le peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. δᾱμ-, ον, (ἔχω)
A protectors or possessors of the land, epith. of guardian deities, S.OC458; δαμοῦχοι γᾶς ib.1087(lyr.); ἄνδρες δ. χθονός ib.1348; title of the Heraclidae at Thespiae, D.S. 4.29.
German (Pape)
[Seite 565] das Volk lenkend; χθονός, Theseus, Soph. O. C. 13501 – sonst θεαί, die in Athen einheimischen u. dort vorzüglich verehrten Eumeniden, 459; vgl. D. Sic. 4, 29; – übh. = Einwohner, γᾶς 1089.
Greek (Liddell-Scott)
δημοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ προστατεύων τὸν λαόν· ὡς ἐπίθ. τῶν προστατευουσῶν θεοτήτων, Σοφ. Ο. Κ. 458· δημοῦχοι γᾶς, χθονός, οἱ κυβερνῶντες τὸν λαὸν τῆς χώρας, αὐτόθι 1086, 1348. Ἐν Θεσπιαῖς οἱ ἄρχοντες τῆς πόλεως ἐλέγοντο δημοῦχοι, Διόδ. Σ. 4. 29.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 protecteur du pays ou du peuple;
2 qui gouverne le pays ou le peuple.
Étymologie: δῆμος, ἔχω.