ὕστριξ: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕστριξ''': -ῐχος, (ἀλλ’ ἐν Ὀππ. Κυν. 3. 394 ὑστρίγγων, ἐκ τοῦ ὕστριγξ), ὁ καὶ ἡ, [[χερσαῖος]] [[ἐχῖνος]], ὁ [[ἀκανθόχοιρος]], κοινῶς «σκαντζόχοιρος», Hystrix cristata, [[μάλιστα]] δὲ Λυβικόν τι [[εἶδος]] [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 4. 192, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 6., 6. 30, 2., 8. 17, 1. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ τραχεῖαι τρίχες τοῦ χοίρου, «γουρουνότριχες», τὰ γὰρ κρέα ἥδιστ’ ἔχουσιν (οἱ ὕες), κοὐδὲν ἀφ’ ὑὸς γίγνεται πλὴν ὕστριχες Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑορταῖς» 1, ἴδε Mangey εἰς Φίλωνα 2. 645. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν λέξεων ὗς, θρὶξ τριχός).)
|lstext='''ὕστριξ''': -ῐχος, (ἀλλ’ ἐν Ὀππ. Κυν. 3. 394 ὑστρίγγων, ἐκ τοῦ ὕστριγξ), ὁ καὶ ἡ, [[χερσαῖος]] [[ἐχῖνος]], ὁ [[ἀκανθόχοιρος]], κοινῶς «σκαντζόχοιρος», Hystrix cristata, [[μάλιστα]] δὲ Λυβικόν τι [[εἶδος]] [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 4. 192, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 6., 6. 30, 2., 8. 17, 1. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ τραχεῖαι τρίχες τοῦ χοίρου, «γουρουνότριχες», τὰ γὰρ κρέα ἥδιστ’ ἔχουσιν (οἱ ὕες), κοὐδὲν ἀφ’ ὑὸς γίγνεται πλὴν ὕστριχες Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑορταῖς» 1, ἴδε Mangey εἰς Φίλωνα 2. 645. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν λέξεων ὗς, θρὶξ τριχός).)
}}
{{bailly
|btext=ιχος (ὁ, ἡ)<br />hérisson, porc-épic, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὗς]], [[θρίξ]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕστριξ Medium diacritics: ὕστριξ Low diacritics: ύστριξ Capitals: ΥΣΤΡΙΞ
Transliteration A: hýstrix Transliteration B: hystrix Transliteration C: ystriks Beta Code: u(/stric

English (LSJ)

ῐχος (but in Opp.C.3.391 ὑστρίγγων, from ὕστριγξ) ὁ and ἡ,

   A porcupine, Hystrix cristata, Hdt.4.192, Arist.HA490b29, 579a29, 600a28, Ael.NA1.31.    II in pl., something obtained from pigs, prob. bristles, Pl.Com.28.    III ὕστριχας (acc. pl.) ἢ σίδηρον as instruments of punishment, prob. whips, the cat, Ph. ap. Eus.PE 8.14; cf. sq. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὕστριξ: -ῐχος, (ἀλλ’ ἐν Ὀππ. Κυν. 3. 394 ὑστρίγγων, ἐκ τοῦ ὕστριγξ), ὁ καὶ ἡ, χερσαῖος ἐχῖνος, ὁ ἀκανθόχοιρος, κοινῶς «σκαντζόχοιρος», Hystrix cristata, μάλιστα δὲ Λυβικόν τι εἶδος αὐτοῦ, Ἡρόδ. 4. 192, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 6., 6. 30, 2., 8. 17, 1. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ τραχεῖαι τρίχες τοῦ χοίρου, «γουρουνότριχες», τὰ γὰρ κρέα ἥδιστ’ ἔχουσιν (οἱ ὕες), κοὐδὲν ἀφ’ ὑὸς γίγνεται πλὴν ὕστριχες Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑορταῖς» 1, ἴδε Mangey εἰς Φίλωνα 2. 645. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν λέξεων ὗς, θρὶξ τριχός).)

French (Bailly abrégé)

ιχος (ὁ, ἡ)
hérisson, porc-épic, animal.
Étymologie: ὗς, θρίξ.