ὁμόφρων: Difference between revisions
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, = [[ὁμόνοος]], [[σύμφωνος]], ὁμόφρονα θυμὸν ἔχοντες Ἰλ. Χ. 263, Ἡσ. Θ. 60, Θέογν. 81· ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7. 10· ὁμ. λόγοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 632. Ἐπίρρ. -όνως. Achmes Ὀνειροκρ. 44 ἐν τῇ ἐπιγραφῇ· ποιητ. -ονέως, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 493. 6. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 170 -1. | |lstext='''ὁμόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, = [[ὁμόνοος]], [[σύμφωνος]], ὁμόφρονα θυμὸν ἔχοντες Ἰλ. Χ. 263, Ἡσ. Θ. 60, Θέογν. 81· ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7. 10· ὁμ. λόγοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 632. Ἐπίρρ. -όνως. Achmes Ὀνειροκρ. 44 ἐν τῇ ἐπιγραφῇ· ποιητ. -ονέως, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 493. 6. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 170 -1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />uni de cœur et de sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φρήν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A = ὁμόνοος, agreeing, united, ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν Il.22.263, cf. Hes.Th.60, Thgn.81 ; ὁμόφρονος εὐνᾶς Pi.O.7.6 ; ὁ. λόγος Ar.Av.632 (lyr.). Adv. -όνως Oenom. ap. Eus.PE5.33 ; poet. -ονέως IG9(1).235.6 (Locr.).
German (Pape)
[Seite 341] gleichdenkend, gleichgesinnt, übereinstimmend, einträchtig; ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν, Il. 22, 263; Hes. Th. 60; ὁμόφρονος εὐνᾶς, Pind. Ol. 7, 6; sp. D., wie Agath. 82. 89.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, = ὁμόνοος, σύμφωνος, ὁμόφρονα θυμὸν ἔχοντες Ἰλ. Χ. 263, Ἡσ. Θ. 60, Θέογν. 81· ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7. 10· ὁμ. λόγοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 632. Ἐπίρρ. -όνως. Achmes Ὀνειροκρ. 44 ἐν τῇ ἐπιγραφῇ· ποιητ. -ονέως, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 493. 6. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 170 -1.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
uni de cœur et de sentiments.
Étymologie: ὁμός, φρήν.