μινυρός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῐνῠρός''': -ά, -όν, ὁ χαμηλοφώνως παραπονούμενος, ὁ λεπτῇ φωνῇ θρηνῶν, μ. ὑπερσοφιστὴς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐπὶ μικρῶν πτηνῶν, Θεόκρ. 13. 12· μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1165· πρβλ. [[κινυρός]]. (Ἴδε ἐν λέξ. [[μινύθω]]).
|lstext='''μῐνῠρός''': -ά, -όν, ὁ χαμηλοφώνως παραπονούμενος, ὁ λεπτῇ φωνῇ θρηνῶν, μ. ὑπερσοφιστὴς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐπὶ μικρῶν πτηνῶν, Θεόκρ. 13. 12· μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1165· πρβλ. [[κινυρός]]. (Ἴδε ἐν λέξ. [[μινύθω]]).
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />qui murmure d’une voix plaintive, qui gémit doucement.<br />'''Étymologie:''' [[μινύθω]].
}}
}}