συντεταγμένως: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντεταγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[συντάσσω]], ἐν τάξει, συμπεφωνημένως κατὰ συμπεφωνημένου ὅρους, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σελ. 105, ἔκδ. Mil., Ἀγ. Ἐπιφαν. ἅπαντα τ. ΙΙ, σελ. 130, Λεόντιος ἐν Spicil. Rom. Mai. τ. Χ, σ. 28 τοῦ β΄ μέρους, ἴδε τὸ ἑπόμ.
|lstext='''συντεταγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[συντάσσω]], ἐν τάξει, συμπεφωνημένως κατὰ συμπεφωνημένου ὅρους, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σελ. 105, ἔκδ. Mil., Ἀγ. Ἐπιφαν. ἅπαντα τ. ΙΙ, σελ. 130, Λεόντιος ἐν Spicil. Rom. Mai. τ. Χ, σ. 28 τοῦ β΄ μέρους, ἴδε τὸ ἑπόμ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en ordre, d’une manière convenue.<br />'''Étymologie:''' de συντεταγμένος part. pf. Pass. de [[συντάσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεταγμένως Medium diacritics: συντεταγμένως Low diacritics: συντεταγμένως Capitals: ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: syntetagménōs Transliteration B: syntetagmenōs Transliteration C: syntetagmenos Beta Code: suntetagme/nws

English (LSJ)

Adv., (συντάσσω)

   A in set terms: v. sq.

Greek (Liddell-Scott)

συντεταγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συντάσσω, ἐν τάξει, συμπεφωνημένως κατὰ συμπεφωνημένου ὅρους, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σελ. 105, ἔκδ. Mil., Ἀγ. Ἐπιφαν. ἅπαντα τ. ΙΙ, σελ. 130, Λεόντιος ἐν Spicil. Rom. Mai. τ. Χ, σ. 28 τοῦ β΄ μέρους, ἴδε τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

adv.
en ordre, d’une manière convenue.
Étymologie: de συντεταγμένος part. pf. Pass. de συντάσσω.