ἐπαποδύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαποδύω''': [[ἀποδύω]] τινὰ κατά τινος, παρουσιάζω αὐτὸν ὡς ἀντίπαλον, τινά τινι Πλούτ. 2. 788D. - Μέσ., ἀποδύομαι, ἐπιχειρῶ, «σκουμπώνομαι», ἀλλ’ ἐπαποδυώμεθ’, ἄνδρες, τουτῳὶ τῷ πράγματι Ἀριστοφ. Λυσ. 615 ἀποδύομαι κατά τινος, [[ἔρχομαι]] εἰς ἀγῶνα κατ’ [[αὐτοῦ]], τοῖς νενικηκόσιν ἐπαποδύεσθαι Πλουτ. Μάρκελλ. 3.
|lstext='''ἐπαποδύω''': [[ἀποδύω]] τινὰ κατά τινος, παρουσιάζω αὐτὸν ὡς ἀντίπαλον, τινά τινι Πλούτ. 2. 788D. - Μέσ., ἀποδύομαι, ἐπιχειρῶ, «σκουμπώνομαι», ἀλλ’ ἐπαποδυώμεθ’, ἄνδρες, τουτῳὶ τῷ πράγματι Ἀριστοφ. Λυσ. 615 ἀποδύομαι κατά τινος, [[ἔρχομαι]] εἰς ἀγῶνα κατ’ [[αὐτοῦ]], τοῖς νενικηκόσιν ἐπαποδύεσθαι Πλουτ. Μάρκελλ. 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr. (prés., impf., fut. et ao.)</i> opposer un second lutteur ; <i>en gén.</i> opposer un rival à, τινι;<br /><b>2</b> <i>intr. (ao.2</i> ἐπαπέδυν, <i>pf.</i> ἐπαποδέδυκα ; <i>Moy.</i> ἐπαποδύομαι, <i>f.</i> ἐπαποδύσομαι) se présenter comme second lutteur contre ; attaquer à son tour, τινι ; s’acharner sur : τινι qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀποδύω]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαποδύω Medium diacritics: ἐπαποδύω Low diacritics: επαποδύω Capitals: ΕΠΑΠΟΔΥΩ
Transliteration A: epapodýō Transliteration B: epapodyō Transliteration C: epapodyo Beta Code: e)papodu/w

English (LSJ)

   A strip one for combat against another, set him up as a rival to, τινά τινι Plu. 2.788d:—Med., strip and set to work at a thing, τῷ πράγματι Ar.Lys. 615; πολυοινίᾳ Ph.1.360; set upon, attack, τοῖς νενικηκόσιν Plu.Marc. 3.

German (Pape)

[Seite 904] (s. δύω), Einen ausziehen gegen einen Andern, τινί, d. h. daß er mit ihm kämpfe, Plut. an seni ger. resp. 8. – Med. u. aor. II, act. sich gegen Einen ausziehen, sich gegen Einen rüsten, von den Kämpfern hergenommen, die vor dem Kampfe ihre Kleider ablegen; τῷ πράγματι, sich an die Sache machen, Ar. Lys. 651; τοῖς νενικηκόσι, angreifen, Plut. Marcell. 3 u. Sp.; – ἐπαποδυτέον τῷ πόνῳ Clem. Al., man muß sich dagegen rüsten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαποδύω: ἀποδύω τινὰ κατά τινος, παρουσιάζω αὐτὸν ὡς ἀντίπαλον, τινά τινι Πλούτ. 2. 788D. - Μέσ., ἀποδύομαι, ἐπιχειρῶ, «σκουμπώνομαι», ἀλλ’ ἐπαποδυώμεθ’, ἄνδρες, τουτῳὶ τῷ πράγματι Ἀριστοφ. Λυσ. 615 ἀποδύομαι κατά τινος, ἔρχομαι εἰς ἀγῶνα κατ’ αὐτοῦ, τοῖς νενικηκόσιν ἐπαποδύεσθαι Πλουτ. Μάρκελλ. 3.

French (Bailly abrégé)

1 tr. (prés., impf., fut. et ao.) opposer un second lutteur ; en gén. opposer un rival à, τινι;
2 intr. (ao.2 ἐπαπέδυν, pf. ἐπαποδέδυκα ; Moy. ἐπαποδύομαι, f. ἐπαποδύσομαι) se présenter comme second lutteur contre ; attaquer à son tour, τινι ; s’acharner sur : τινι qqn.
Étymologie: ἐπί, ἀποδύω.