ἀγαλματοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγαλματοποιός''': ὁ, κατασκευάζων ἀγάλματα, [[λιθοξόος]]. Ἡρόδ. 2. 46, Πλάτ. Πρωτ. 311C. κτλ., γραφεῖς ἢ ἀγ., Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 21: - [[ἀγαλματοποιέω]], [[κατασκευάζω]] ἀγάλματα, Πολύδ. 7. 108: - ἀγαλματοποιητικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀγαλματοποιόν· ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]), παρὰ [[Πολυδ]]. 1. 13· - [[ἀγαλματοποιία]], ἡ, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἀγαλματοποιοῦ, Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 49, Α. Β. 335, [[Πολυδ]].
|lstext='''ἀγαλματοποιός''': ὁ, κατασκευάζων ἀγάλματα, [[λιθοξόος]]. Ἡρόδ. 2. 46, Πλάτ. Πρωτ. 311C. κτλ., γραφεῖς ἢ ἀγ., Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 21: - [[ἀγαλματοποιέω]], [[κατασκευάζω]] ἀγάλματα, Πολύδ. 7. 108: - ἀγαλματοποιητικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀγαλματοποιόν· ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]), παρὰ [[Πολυδ]]. 1. 13· - [[ἀγαλματοποιία]], ἡ, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἀγαλματοποιοῦ, Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 49, Α. Β. 335, [[Πολυδ]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />statuaire, sculpteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαλμα]], [[ποιέω]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαλματοποιός Medium diacritics: ἀγαλματοποιός Low diacritics: αγαλματοποιός Capitals: ΑΓΑΛΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: agalmatopoiós Transliteration B: agalmatopoios Transliteration C: agalmatopoios Beta Code: a)galmatopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A sculptor, Hdt.2.46, Pl.Prt.311c, etc.; γραφεῖς ἢ ἀ. Arist.Pol.1340a38.

German (Pape)

[Seite 8] ὁ, Bildhauer, Her. 2, 46; Plat. Prot. 311 c, vom Polyklet u. Phidias.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαλματοποιός: ὁ, κατασκευάζων ἀγάλματα, λιθοξόος. Ἡρόδ. 2. 46, Πλάτ. Πρωτ. 311C. κτλ., γραφεῖς ἢ ἀγ., Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 21: - ἀγαλματοποιέω, κατασκευάζω ἀγάλματα, Πολύδ. 7. 108: - ἀγαλματοποιητικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀγαλματοποιόν· ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), παρὰ Πολυδ. 1. 13· - ἀγαλματοποιία, ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ἀγαλματοποιοῦ, Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 49, Α. Β. 335, Πολυδ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
statuaire, sculpteur.
Étymologie: ἄγαλμα, ποιέω.