ἀγρώτης: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγρώτης''': -ου, ὁ = [[ἀγρότης]] ἄλλη γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀροτρεὺς ἐν Θεοκρ. 25, 51. 2) ὡς ἐπίθ. ὁ ἐν ἀγροῖς, ὁ ἐξ ἀγρῶν, [[ἄγριος]]· θῆρες, Εὐρ. Βάκχ. 562 (λυρ.)· [[χωρικός]], βουκόλοι, Ἀνθ. Π. 6. 37. | |lstext='''ἀγρώτης''': -ου, ὁ = [[ἀγρότης]] ἄλλη γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀροτρεὺς ἐν Θεοκρ. 25, 51. 2) ὡς ἐπίθ. ὁ ἐν ἀγροῖς, ὁ ἐξ ἀγρῶν, [[ἄγριος]]· θῆρες, Εὐρ. Βάκχ. 562 (λυρ.)· [[χωρικός]], βουκόλοι, Ἀνθ. Π. 6. 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> rustique;<br /><b>2</b> sauvage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A of the field, wild, θῆρες E.Ba.564 (lyr.), Rh.266.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης ἄλλη γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀροτρεὺς ἐν Θεοκρ. 25, 51. 2) ὡς ἐπίθ. ὁ ἐν ἀγροῖς, ὁ ἐξ ἀγρῶν, ἄγριος· θῆρες, Εὐρ. Βάκχ. 562 (λυρ.)· χωρικός, βουκόλοι, Ἀνθ. Π. 6. 37.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 rustique;
2 sauvage.
Étymologie: ἀγρός.