συζητέω: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συζητέω''': ἐρευνῶ ἢ [[ἐξετάζω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Πλάτ. Κρατ. 384C, κτλ.· τινὶ καὶ μετά τινος, [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 90Β. ΙΙ. σ. τινὶ ἢ [[πρός]] τινα, ὡς καὶ νῦν, συζητῶ ἢ φιλονεικῶ μετά τινος, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 9., θ΄, 29· σ. πρὸς αὐτοὺς Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄, 27, πρβλ. κατὰ Λουκ. κβ΄, 23.
|lstext='''συζητέω''': ἐρευνῶ ἢ [[ἐξετάζω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Πλάτ. Κρατ. 384C, κτλ.· τινὶ καὶ μετά τινος, [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 90Β. ΙΙ. σ. τινὶ ἢ [[πρός]] τινα, ὡς καὶ νῦν, συζητῶ ἢ φιλονεικῶ μετά τινος, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 9., θ΄, 29· σ. πρὸς αὐτοὺς Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄, 27, πρβλ. κατὰ Λουκ. κβ΄, 23.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire des recherches avec, τινι;<br /><b>2</b> discuter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ζητέω]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συζητέω Medium diacritics: συζητέω Low diacritics: συζητέω Capitals: ΣΥΖΗΤΕΩ
Transliteration A: syzētéō Transliteration B: syzēteō Transliteration C: syziteo Beta Code: suzhte/w

English (LSJ)

   A search or examine together with, τινι Pl.Cra.384c, etc.; τινὶ περί τινος Id.Men.90b:—Pass., to be discussed, Demetr.Lac. Herc.1006 tit.    II σ. τινί or πρός τινα dispute with... Act.Ap.6.9, 9.29, cf. POxy.1673.20 (ii A.D.); σ. πρὸς αὑτούς Ev.Marc. 1.27, Ev.Luc.22.23.

German (Pape)

[Seite 972] mit, zugleich, zusammen suchen, untersuchen; Plat. Crat. 384 c; συνεζητηκότες, S. Emp. adv. phys. 1, 358.

Greek (Liddell-Scott)

συζητέω: ἐρευνῶ ἢ ἐξετάζω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλάτ. Κρατ. 384C, κτλ.· τινὶ καὶ μετά τινος, περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 90Β. ΙΙ. σ. τινὶ ἢ πρός τινα, ὡς καὶ νῦν, συζητῶ ἢ φιλονεικῶ μετά τινος, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 9., θ΄, 29· σ. πρὸς αὐτοὺς Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄, 27, πρβλ. κατὰ Λουκ. κβ΄, 23.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire des recherches avec, τινι;
2 discuter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ζητέω.