γλεῦκος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλεῦκος''': -εος, τό, Λατ. mustum, ὁ «[[μοῦστος]]», δηλ. [[νέος]] [[οἶνος]] [[μήπω]] ζυμωθείς, ὁ γλυκὺς τῶν σταφυλῶν [[χυμός]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 13, κτλ., Νίκ. Ἀλ. 184, 299·- μεταφ., γλ. τῆς ἡλικίας, ἡ ὁρμὴ τῆς νεότητος, Κλήμ. Ἀλ. 178. ΙΙ. [[γλυκύτης]], Ἀριστ. Προβλ. 22. 12. (Πρβλ. [[γλυκύς]], [[ἀγλευκής]], πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ἀδευκής]]).
|lstext='''γλεῦκος''': -εος, τό, Λατ. mustum, ὁ «[[μοῦστος]]», δηλ. [[νέος]] [[οἶνος]] [[μήπω]] ζυμωθείς, ὁ γλυκὺς τῶν σταφυλῶν [[χυμός]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 13, κτλ., Νίκ. Ἀλ. 184, 299·- μεταφ., γλ. τῆς ἡλικίας, ἡ ὁρμὴ τῆς νεότητος, Κλήμ. Ἀλ. 178. ΙΙ. [[γλυκύτης]], Ἀριστ. Προβλ. 22. 12. (Πρβλ. [[γλυκύς]], [[ἀγλευκής]], πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ἀδευκής]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> vin nouveau doux, moût;<br /><b>2</b> douceur.<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύς]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλεῦκος Medium diacritics: γλεῦκος Low diacritics: γλεύκος Capitals: ΓΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: gleûkos Transliteration B: gleukos Transliteration C: gleykos Beta Code: gleu=kos

English (LSJ)

εος (Dor. gen.

   A γλεύκιος GDI4993 (Gortyn)), τό, sweet new wine, Arist.Mete.380b32, Nic.Al.184, 299, PPetr.3p.149 (iii B. C.), Act.Ap.2.13, Dsc.5.6; οἴνου γλεύκους PGrenf.2.24.12 (ii B. C.), PFlor.65.8 (vi A. D.).    2 grape-juice, Gal.6.575.    II sweetness, Arist.Pr.931a18.

Greek (Liddell-Scott)

γλεῦκος: -εος, τό, Λατ. mustum, ὁ «μοῦστος», δηλ. νέος οἶνος μήπω ζυμωθείς, ὁ γλυκὺς τῶν σταφυλῶν χυμός, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 13, κτλ., Νίκ. Ἀλ. 184, 299·- μεταφ., γλ. τῆς ἡλικίας, ἡ ὁρμὴ τῆς νεότητος, Κλήμ. Ἀλ. 178. ΙΙ. γλυκύτης, Ἀριστ. Προβλ. 22. 12. (Πρβλ. γλυκύς, ἀγλευκής, πρβλ. ὡσαύτως ἀδευκής).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 vin nouveau doux, moût;
2 douceur.
Étymologie: γλυκύς.