ὠλεσίκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠλεσίκαρπος''': -ον, ὁ καταστρέφων τὸν [[ἑαυτοῦ]] καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. [[τύμπανον]], τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, [[διότι]] οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283.
|lstext='''ὠλεσίκαρπος''': -ον, ὁ καταστρέφων τὸν [[ἑαυτοῦ]] καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. [[τύμπανον]], τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, [[διότι]] οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />stérile.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]], [[καρπός]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠλεσίκαρπος Medium diacritics: ὠλεσίκαρπος Low diacritics: ωλεσίκαρπος Capitals: ΩΛΕΣΙΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: ōlesíkarpos Transliteration B: ōlesikarpos Transliteration C: olesikarpos Beta Code: w)lesi/karpos

English (LSJ)

ον,

   A losing its fruit, ἰτέαι ὠ., because they shed their fruits before ripening, Od.10.510, cf. Thphr.HP3.1.3; [ἐρινεός] Id.CP2.9.14: metaph., ὠ. τύμπανον the kettledrum in the mysteries of Cybele, because the priests who beat it were eunuchs, Opp.C.3.283: dub. sens. in Cerc.6.14.

Greek (Liddell-Scott)

ὠλεσίκαρπος: -ον, ὁ καταστρέφων τὸν ἑαυτοῦ καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. τύμπανον, τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, διότι οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
stérile.
Étymologie: ὄλλυμι, καρπός.