χοροστάτης: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χοροστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ τὸν χορὸν ἱστάς, ὁ χοροστατῶν, ὁ τοῦ χοροῦ ἐξάρχων ἢ κατάρχων, Ἱμέρ. 9. 3, Ἰουλιαν. 421Α. Ἐντεῦθεν ἐπίθ. χοροστατικός, ή, όν, ἡ χ. Ρήτορες (Walz) τ. 9. 196.
|lstext='''χοροστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ τὸν χορὸν ἱστάς, ὁ χοροστατῶν, ὁ τοῦ χοροῦ ἐξάρχων ἢ κατάρχων, Ἱμέρ. 9. 3, Ἰουλιαν. 421Α. Ἐντεῦθεν ἐπίθ. χοροστατικός, ή, όν, ἡ χ. Ρήτορες (Walz) τ. 9. 196.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui forme un chœur de danse.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[ἵστημι]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοροστάτης Medium diacritics: χοροστάτης Low diacritics: χοροστάτης Capitals: ΧΟΡΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: chorostátēs Transliteration B: chorostatēs Transliteration C: chorostatis Beta Code: xorosta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. χορο-στάτας, ου, ὁ,

   A leader of a chorus, IG12(2).645.36 (Nesus, iv B. C.), Him.Or.9.3, Jul.Ep.186:—fem. χορο-στάτις, ἡ, Alcm.23.84.

German (Pape)

[Seite 1367] ὁ, der den Chor, den Reigentanz anstellt, anführt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χοροστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ τὸν χορὸν ἱστάς, ὁ χοροστατῶν, ὁ τοῦ χοροῦ ἐξάρχων ἢ κατάρχων, Ἱμέρ. 9. 3, Ἰουλιαν. 421Α. Ἐντεῦθεν ἐπίθ. χοροστατικός, ή, όν, ἡ χ. Ρήτορες (Walz) τ. 9. 196.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui forme un chœur de danse.
Étymologie: χορός, ἵστημι.