ἐμβάφιον: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβάφιον''': τό, [[πινάκιον]] δι’ ἐμβάμματα, ζωμοὺς (σάλτσας), Λατ. acetabulum, «[[ἐμβάφιον]] · [[ὀξύβαφον]] παρὰ Ἱππώνακτι (Ἀπόσπ. 112)» Ἡσύχ., πρβλ. [[ὀξυβάφιον]]· τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα... ἐλαίου Ἡρόδ. 2. 62.
|lstext='''ἐμβάφιον''': τό, [[πινάκιον]] δι’ ἐμβάμματα, ζωμοὺς (σάλτσας), Λατ. acetabulum, «[[ἐμβάφιον]] · [[ὀξύβαφον]] παρὰ Ἱππώνακτι (Ἀπόσπ. 112)» Ἡσύχ., πρβλ. [[ὀξυβάφιον]]· τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα... ἐλαίου Ἡρόδ. 2. 62.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />vase servant de lampe.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβᾰφιον Medium diacritics: ἐμβάφιον Low diacritics: εμβάφιον Capitals: ΕΜΒΑΦΙΟΝ
Transliteration A: embáphion Transliteration B: embaphion Transliteration C: emvafion Beta Code: e)mba/fion

English (LSJ)

τό,

   A flat vessel for sauces, saucer, Hippon.112; τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα . . ἐλαίου Hdt. 2.62: as a measure,= ὀξύβαφον, Hp.Loc.Hom.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβάφιον: τό, πινάκιον δι’ ἐμβάμματα, ζωμοὺς (σάλτσας), Λατ. acetabulum, «ἐμβάφιον · ὀξύβαφον παρὰ Ἱππώνακτι (Ἀπόσπ. 112)» Ἡσύχ., πρβλ. ὀξυβάφιον· τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα... ἐλαίου Ἡρόδ. 2. 62.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase servant de lampe.
Étymologie: ἐμβάπτω.