εὐσπλαγχνία: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐσπλαγχνία''': ἡ, καλὴ καρδία, γενναιοψυχία, [[σταθερότης]], Εὐρ. Ρῆσ. 192. ΙΙ. [[εὐσπλαγχνία]] ὡς καὶ νῦν, [[συμπάθεια]], [[οἶκτος]], Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 482, 11, κλ. | |lstext='''εὐσπλαγχνία''': ἡ, καλὴ καρδία, γενναιοψυχία, [[σταθερότης]], Εὐρ. Ρῆσ. 192. ΙΙ. [[εὐσπλαγχνία]] ὡς καὶ νῦν, [[συμπάθεια]], [[οἶκτος]], Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 482, 11, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />courage.<br />'''Étymologie:''' [[εὔσπλαγχνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A good heart, firmness, E.Rh.192, PMasp.97D69 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσπλαγχνία: ἡ, καλὴ καρδία, γενναιοψυχία, σταθερότης, Εὐρ. Ρῆσ. 192. ΙΙ. εὐσπλαγχνία ὡς καὶ νῦν, συμπάθεια, οἶκτος, Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 482, 11, κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
courage.
Étymologie: εὔσπλαγχνος.