ἀπαιόλη: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαιόλη''': ἡ, ([[αἰόλος]]) «[[ἀπάτη]], [[ἀποστέρησις]]» καθ’ Ἡσύχ.· τέθνηκεν… χρημάτων ἀπαιόλῃ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 185. ΙΙ. Ἀπαιόλη ἢ Ἀπαιολή, ἡ [[ἀπάτη]] προσωποποιουμένη ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1150 («Ἀριστοφάνης δὲ (ὁ γραμματικὸς) ὀξύνεσθαί φησι τὴν ἐσχάτην, Ἀπαιολή», Σχόλ. [[αὐτόθι]]). | |lstext='''ἀπαιόλη''': ἡ, ([[αἰόλος]]) «[[ἀπάτη]], [[ἀποστέρησις]]» καθ’ Ἡσύχ.· τέθνηκεν… χρημάτων ἀπαιόλῃ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 185. ΙΙ. Ἀπαιόλη ἢ Ἀπαιολή, ἡ [[ἀπάτη]] προσωποποιουμένη ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1150 («Ἀριστοφάνης δὲ (ὁ γραμματικὸς) ὀξύνεσθαί φησι τὴν ἐσχάτην, Ἀπαιολή», Σχόλ. [[αὐτόθι]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />tromperie, fraude.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αἰόλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (αἰόλος)
A loss by fraud, τέθνηκεν . . χρημάτων ἀπαιόλῃ A.Fr.186. II fraud, cj. Herm.in E.Hel.1056; personified in Ar. Nu.1150.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιόλη: ἡ, (αἰόλος) «ἀπάτη, ἀποστέρησις» καθ’ Ἡσύχ.· τέθνηκεν… χρημάτων ἀπαιόλῃ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 185. ΙΙ. Ἀπαιόλη ἢ Ἀπαιολή, ἡ ἀπάτη προσωποποιουμένη ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1150 («Ἀριστοφάνης δὲ (ὁ γραμματικὸς) ὀξύνεσθαί φησι τὴν ἐσχάτην, Ἀπαιολή», Σχόλ. αὐτόθι).