διοπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διοπτήρ''': ῆρος, ὁ, [[κατάσκοπος]], [[πρόσκοπος]], κατοπτευτής, στρατοῦ Ἰλ. Κ. 562. ΙΙ. διάγγελοι καὶ διοπτῆρες, οἱ optiones tesserarii, τῶν Ρωμαίων, Πλούτ. Γάλβ. 24. ΙΙΙ. = [[διόπτρα]] ΙΙΙ, Σουΐδ.
|lstext='''διοπτήρ''': ῆρος, ὁ, [[κατάσκοπος]], [[πρόσκοπος]], κατοπτευτής, στρατοῦ Ἰλ. Κ. 562. ΙΙ. διάγγελοι καὶ διοπτῆρες, οἱ optiones tesserarii, τῶν Ρωμαίων, Πλούτ. Γάλβ. 24. ΙΙΙ. = [[διόπτρα]] ΙΙΙ, Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> éclaireur, espion;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> sorte d’adjudant.<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοπτήρ Medium diacritics: διοπτήρ Low diacritics: διοπτήρ Capitals: ΔΙΟΠΤΗΡ
Transliteration A: dioptḗr Transliteration B: dioptēr Transliteration C: dioptir Beta Code: diopth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A spy, scout, στρατοῦ Il.10.562: in late Prose, Agath.2.2.    II διάγγελοι καὶ διοπτῆρες, the optiones and tesserarii of the Romans, Plu.Galb.24.    III = διόπτρα 111, Aët.16.105.

Greek (Liddell-Scott)

διοπτήρ: ῆρος, ὁ, κατάσκοπος, πρόσκοπος, κατοπτευτής, στρατοῦ Ἰλ. Κ. 562. ΙΙ. διάγγελοι καὶ διοπτῆρες, οἱ optiones tesserarii, τῶν Ρωμαίων, Πλούτ. Γάλβ. 24. ΙΙΙ. = διόπτρα ΙΙΙ, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 éclaireur, espion;
2 à Rome sorte d’adjudant.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.