παραδοχή: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραδοχή''': ἡ, τὸ δέχεσθαι [[παρά]] τινος, [[ἀποδοχή]], τινος Ἀριστ. Ἀποσπ. 259, Πλούτ. 2. 1056F. 2) ὅ,τι παρέλαβέ τις, κληρονομικὸν ἔθιμον, Εὐρ. Βάκχ. 201· «[[παράδοσις]]», Ἱππόδαμ. Πυθαγόρ. παρὰ Στοβ. 250. 50 (ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -χά). ΙΙ. [[ἀποδοχή]], ἐπιδοκιμασία, Πολύβ. 1. 1, 1., 1. 5, 5, κτλ.
|lstext='''παραδοχή''': ἡ, τὸ δέχεσθαι [[παρά]] τινος, [[ἀποδοχή]], τινος Ἀριστ. Ἀποσπ. 259, Πλούτ. 2. 1056F. 2) ὅ,τι παρέλαβέ τις, κληρονομικὸν ἔθιμον, Εὐρ. Βάκχ. 201· «[[παράδοσις]]», Ἱππόδαμ. Πυθαγόρ. παρὰ Στοβ. 250. 50 (ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -χά). ΙΙ. [[ἀποδοχή]], ἐπιδοκιμασία, Πολύβ. 1. 1, 1., 1. 5, 5, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de recevoir d’un autre, réception.<br />'''Étymologie:''' [[παραδέχομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδοχή Medium diacritics: παραδοχή Low diacritics: παραδοχή Capitals: ΠΑΡΑΔΟΧΗ
Transliteration A: paradochḗ Transliteration B: paradochē Transliteration C: paradochi Beta Code: paradoxh/

English (LSJ)

Dor. παρα-δοχά, ἡ,

   A reception, Epicur.Nat.Herc.908.4; σπέρματος Orib.22.7.1, cf. Plu.2.1056f, Sor.1.55; of mental apprehension, Phld.Sign.22.    2 that which has been received, hereditary custom, πάτριοι π. E.Ba.201; tradition, Hippod. ap. Stob.4.1.95; κοινὴ π. S.E.P.1.146; π. Ἑλληνισμοῦ A.D.Adv.168.9.    II acceptance, approval, Plb.1.1.1, 1.5.5, etc.; τῶν βλαβερῶν Hierocl.in CA18p.459M.    b admission, register of persons admitted, τῶν ἀπὸ τοῦ γυμνασίου PFlor.79.24 (i A. D.).    2 Gramm., ἐν π. τοῦ ἄρθρου γενέσθαι admit the use of the article, A.D.Synt.57.6.    3 credit or rebate allowed (cf. παραδέχομαι), ἀβρόχου BGU571.11 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 477] ἡ, die Annahme, Aufnahme, παραδοχῆς καὶ πίστεως ἄξια, Pol. 1, 5, 5, öfter. – Bes. die Ueberlieferung und das durch Ueberlieferung Ueberkommene; πάτριοι, Eur. Bacch. 201; D. Hal. 4, 36 u. a. Sp.; vom Sprachgebrauch, Apollon. synt. 275, 10.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοχή: ἡ, τὸ δέχεσθαι παρά τινος, ἀποδοχή, τινος Ἀριστ. Ἀποσπ. 259, Πλούτ. 2. 1056F. 2) ὅ,τι παρέλαβέ τις, κληρονομικὸν ἔθιμον, Εὐρ. Βάκχ. 201· «παράδοσις», Ἱππόδαμ. Πυθαγόρ. παρὰ Στοβ. 250. 50 (ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -χά). ΙΙ. ἀποδοχή, ἐπιδοκιμασία, Πολύβ. 1. 1, 1., 1. 5, 5, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de recevoir d’un autre, réception.
Étymologie: παραδέχομαι.