ἀπρόσοιστος: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπρόσοιστος''': -ον, [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀπρόσοιστος]] γὰρ ὁ Περσῶν στρατὸς [[ἀλκίφρων]] τε λαὸς Αἰσχ. Πέρσ. 91. ΙΙ. ὁ ἀποφεύγων τοὺς ἀνθρώπους, [[ἀκοινώνητος]], ἐν ἐπιρρήματι ἀπροσοίστως, ἀμίκτως, ἀπροσοίστως καὶ χαλεπῶς εἶχον Ἰσοκρ. 198Ε. | |lstext='''ἀπρόσοιστος''': -ον, [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀπρόσοιστος]] γὰρ ὁ Περσῶν στρατὸς [[ἀλκίφρων]] τε λαὸς Αἰσχ. Πέρσ. 91. ΙΙ. ὁ ἀποφεύγων τοὺς ἀνθρώπους, [[ἀκοινώνητος]], ἐν ἐπιρρήματι ἀπροσοίστως, ἀμίκτως, ἀπροσοίστως καὶ χαλεπῶς εἶχον Ἰσοκρ. 198Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />dont on ne peut supporter le choc, irrésistible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προσοίσω]], <i>f. de</i> [[προσφέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to associate with or deal with, A.Pers.91 (lyr.). Adv. -τως unsociably, Isoc.9.49.
German (Pape)
[Seite 339] unerträglich, unwiderstehlich, Περσῶν στρατός Aesch. Pers. 91, Schol. ἀκαταμάχητος. – Adv., -στως, ἔχειν Isocr. 9, 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσοιστος: -ον, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀπρόσοιστος γὰρ ὁ Περσῶν στρατὸς ἀλκίφρων τε λαὸς Αἰσχ. Πέρσ. 91. ΙΙ. ὁ ἀποφεύγων τοὺς ἀνθρώπους, ἀκοινώνητος, ἐν ἐπιρρήματι ἀπροσοίστως, ἀμίκτως, ἀπροσοίστως καὶ χαλεπῶς εἶχον Ἰσοκρ. 198Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne peut supporter le choc, irrésistible.
Étymologie: ἀ, προσοίσω, f. de προσφέρω.