ἀροτροπόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀροτροπόνος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] τοῦ ἀρότρου συμπονῶν, συνεργαζόμενος, ἀροτροπόνους ζεύγλας Ἀνθ. Π. 9. 274.
|lstext='''ἀροτροπόνος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] τοῦ ἀρότρου συμπονῶν, συνεργαζόμενος, ἀροτροπόνους ζεύγλας Ἀνθ. Π. 9. 274.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui travaille avec la charrue.<br />'''Étymologie:''' [[ἄροτρον]], [[πένομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀροτροπόνος Medium diacritics: ἀροτροπόνος Low diacritics: αροτροπόνος Capitals: ΑΡΟΤΡΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: arotropónos Transliteration B: arotroponos Transliteration C: arotroponos Beta Code: a)rotropo/nos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A working with the plough, AP9.274 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτροπόνος: -ον, ὁ μετὰ τοῦ ἀρότρου συμπονῶν, συνεργαζόμενος, ἀροτροπόνους ζεύγλας Ἀνθ. Π. 9. 274.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui travaille avec la charrue.
Étymologie: ἄροτρον, πένομαι.