δυσωπία: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσωπία''': ἡ, καταισχύνη, ἐντρόπιασμα, ὑπερβολική [[αἰδώς]], ὡς γὰρ τὴν κατήφειαν ὁρίζονται λύπην [[κάτω]] βλέπειν ποιοῦσαν, οὕτω τὴν αἰσχυντηλίαν [[μέχρι]] τοῦ μηδ' ἀντιβλέπειν τοῖς δεομένοις ὑπείκουσαν δυσωπίαν ὠνόμασαν Πλούτ. 2. 95Β·- [[αἰτία]] ἐντροπῆς, [[αὐτόθι]] 707D.
|lstext='''δυσωπία''': ἡ, καταισχύνη, ἐντρόπιασμα, ὑπερβολική [[αἰδώς]], ὡς γὰρ τὴν κατήφειαν ὁρίζονται λύπην [[κάτω]] βλέπειν ποιοῦσαν, οὕτω τὴν αἰσχυντηλίαν [[μέχρι]] τοῦ μηδ' ἀντιβλέπειν τοῖς δεομένοις ὑπείκουσαν δυσωπίαν ὠνόμασαν Πλούτ. 2. 95Β·- [[αἰτία]] ἐντροπῆς, [[αὐτόθι]] 707D.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />trouble du visage ; fausse honte.<br />'''Étymologie:''' [[δυσωπέω]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσωπία Medium diacritics: δυσωπία Low diacritics: δυσωπία Capitals: ΔΥΣΩΠΙΑ
Transliteration A: dysōpía Transliteration B: dysōpia Transliteration C: dysopia Beta Code: duswpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A confusion of face, shamefacedness, Phld.Lib. p.24 O., Ph.2.603 (pl.), Plu.2.95b; false modesty, ib.528e, al.; cause for shame, ib.707e, Cic.Att.13.33.2; δυσωπίαν habere, to have an ugly look, ib.16.15.2; τὰς δ. (v.l. δυστροπίας) τὰς ἐν τοῖς διαπορηθεῖσι dub. in Ph.1.330.

German (Pape)

[Seite 692] ἡ, (übertriebene) Schamhaftigkeit, s. Plut. περὶ δ., de vitioso pudore.

Greek (Liddell-Scott)

δυσωπία: ἡ, καταισχύνη, ἐντρόπιασμα, ὑπερβολική αἰδώς, ὡς γὰρ τὴν κατήφειαν ὁρίζονται λύπην κάτω βλέπειν ποιοῦσαν, οὕτω τὴν αἰσχυντηλίαν μέχρι τοῦ μηδ' ἀντιβλέπειν τοῖς δεομένοις ὑπείκουσαν δυσωπίαν ὠνόμασαν Πλούτ. 2. 95Β·- αἰτία ἐντροπῆς, αὐτόθι 707D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
trouble du visage ; fausse honte.
Étymologie: δυσωπέω.