συνθιασώτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνθιᾰσώτης''': -ου, ὁ, [[μέτοχος]] θιάσου, Ἀθήν. 362F, Θεμίστ. 53D· [[καθόλου]], [[σύντροφος]], φίλος, [[ἑταῖρος]], δύο πρεσβύτα ξυνθιασώτα τοῦ ληρεῖν, σύντροφοι εἰς τὴν φλυαρίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 508· τοὺς συνθιασώτας τοῦ Μωϋσέως Κλήμ. Ἀλ. 67.
|lstext='''συνθιᾰσώτης''': -ου, ὁ, [[μέτοχος]] θιάσου, Ἀθήν. 362F, Θεμίστ. 53D· [[καθόλου]], [[σύντροφος]], φίλος, [[ἑταῖρος]], δύο πρεσβύτα ξυνθιασώτα τοῦ ληρεῖν, σύντροφοι εἰς τὴν φλυαρίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 508· τοὺς συνθιασώτας τοῦ Μωϋσέως Κλήμ. Ἀλ. 67.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />compagnon.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θιασώτης]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθῐᾰσώτης Medium diacritics: συνθιασώτης Low diacritics: συνθιασώτης Capitals: ΣΥΝΘΙΑΣΩΤΗΣ
Transliteration A: synthiasṓtēs Transliteration B: synthiasōtēs Transliteration C: synthiasotis Beta Code: sunqiasw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A partner in the θίασος, Ath.8.362e codd., Them.Or.4.53d: generally, fellow, comrade, c. gen., ἡλικίας τῆς αὐτῆς Ar.V.728; ξ. τοῦ ληρεῖν fellow-gossip, Id.Pl.508.

Greek (Liddell-Scott)

συνθιᾰσώτης: -ου, ὁ, μέτοχος θιάσου, Ἀθήν. 362F, Θεμίστ. 53D· καθόλου, σύντροφος, φίλος, ἑταῖρος, δύο πρεσβύτα ξυνθιασώτα τοῦ ληρεῖν, σύντροφοι εἰς τὴν φλυαρίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 508· τοὺς συνθιασώτας τοῦ Μωϋσέως Κλήμ. Ἀλ. 67.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
compagnon.
Étymologie: σύν, θιασώτης.