χεζητιάω: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χεζητιάω''': ἐφετικὸν τοῦ [[χέζω]], [[αἰσθάνομαι]] τάσιν πρὸς κένωσιν τῶν περιττωμάτων σὺ δ’ ἐμὲ νῦν ἀπάγχων βοῶντα καὶ κεκραγόθ’ ὅτι χεζητιῴην, οὐκ ἔτλης ἔξω ἐξενεγκεῖν, ὦ μιαρέ, θύραζέ μ’ ἀλλὰ πνιγόμενος [[αὐτοῦ]] ’ποίησα κακκᾶν Ἀριστοφ. Νεφ. 1387, Βάτρ. 8. κ. ἀλλ.· πρβλ. [[χεσείω]].
|lstext='''χεζητιάω''': ἐφετικὸν τοῦ [[χέζω]], [[αἰσθάνομαι]] τάσιν πρὸς κένωσιν τῶν περιττωμάτων σὺ δ’ ἐμὲ νῦν ἀπάγχων βοῶντα καὶ κεκραγόθ’ ὅτι χεζητιῴην, οὐκ ἔτλης ἔξω ἐξενεγκεῖν, ὦ μιαρέ, θύραζέ μ’ ἀλλὰ πνιγόμενος [[αὐτοῦ]] ’ποίησα κακκᾶν Ἀριστοφ. Νεφ. 1387, Βάτρ. 8. κ. ἀλλ.· πρβλ. [[χεσείω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />avoir envie d’aller à la selle, de chier.<br />'''Étymologie:''' [[χέζω]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χεζητιάω Medium diacritics: χεζητιάω Low diacritics: χεζητιάω Capitals: ΧΕΖΗΤΙΑΩ
Transliteration A: chezētiáō Transliteration B: chezētiaō Transliteration C: chezitiao Beta Code: xezhtia/w

English (LSJ)

Desiderat. of χέζω,

   A want to ease oneself, Ar.Nu.1387, Ra.8, al.

German (Pape)

[Seite 1341] wie χεσείω, desid. von χέζω, scheißern, Drang zum Stuhlgang haben, Ar. Nubb. 1369 Av. 700 Ran. 8 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

χεζητιάω: ἐφετικὸν τοῦ χέζω, αἰσθάνομαι τάσιν πρὸς κένωσιν τῶν περιττωμάτων σὺ δ’ ἐμὲ νῦν ἀπάγχων βοῶντα καὶ κεκραγόθ’ ὅτι χεζητιῴην, οὐκ ἔτλης ἔξω ἐξενεγκεῖν, ὦ μιαρέ, θύραζέ μ’ ἀλλὰ πνιγόμενος αὐτοῦ ’ποίησα κακκᾶν Ἀριστοφ. Νεφ. 1387, Βάτρ. 8. κ. ἀλλ.· πρβλ. χεσείω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
avoir envie d’aller à la selle, de chier.
Étymologie: χέζω.