χεζητιάω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
Desiderat. of χέζω, want to ease oneself, Ar.Nu.1387, Ra.8, al.
German (Pape)
[Seite 1341] wie χεσείω, desid. von χέζω, scheißern, Drang zum Stuhlgang haben, Ar. Nubb. 1369 Av. 700 Ran. 8 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
χεζητιῶ :
seul. prés.
avoir envie d'aller à la selle, de chier.
Étymologie: χέζω.
Russian (Dvoretsky)
χεζητιάω: Arph. desiderat. к χέζω.
Greek (Liddell-Scott)
χεζητιάω: ἐφετικὸν τοῦ χέζω, αἰσθάνομαι τάσιν πρὸς κένωσιν τῶν περιττωμάτων σὺ δ’ ἐμὲ νῦν ἀπάγχων βοῶντα καὶ κεκραγόθ’ ὅτι χεζητιῴην, οὐκ ἔτλης ἔξω ἐξενεγκεῖν, ὦ μιαρέ, θύραζέ μ’ ἀλλὰ πνιγόμενος αὐτοῦ ’ποίησα κακκᾶν Ἀριστοφ. Νεφ. 1387, Βάτρ. 8. κ. ἀλλ.· πρβλ. χεσείω.
Greek Monotonic
χεζητιάω: εφετικό του χέζω, σε Αριστοφ.