ἡνιοχέω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡνιοχέω''': πεζὸς [[τύπος]] τοῦ [[ἡνιοχεύω]], κρατῶ τὰς ἡνίας, ἀνωτέρω, … κατωτέρω ταῖς χερσίν, ὑψηλότερα, χαμηλότερα, Ξεν. Ἱππ. 7, 10· μετ’ αἰτ., [[ἐλαύνω]], ὁδηγῶ, ἅρματα Ἡρόδ. 4. 193· λέοντας Λουκ. Θεῶν Διαλ. 12. 2· μεταφ., Μουσῶν στόμαθ’ ἡνιοχήσας Ἀριστοφ. Σφηξ. 1022· τὴν διάνοιαν Λουκ. Ἔρωσ. 37· ἔθνεα … φρεσὶν ἡν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 922· σπανίως [[μετὰ]] γεν., ἡμῶν Πλάτ. Φαίδρ. 246Β· παθ., διευθύνομαι, ὁδηγοῦμαι, [[αὐτόθι]] 253D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29, Ἀνθ. Π. 7. 482.
|lstext='''ἡνιοχέω''': πεζὸς [[τύπος]] τοῦ [[ἡνιοχεύω]], κρατῶ τὰς ἡνίας, ἀνωτέρω, … κατωτέρω ταῖς χερσίν, ὑψηλότερα, χαμηλότερα, Ξεν. Ἱππ. 7, 10· μετ’ αἰτ., [[ἐλαύνω]], ὁδηγῶ, ἅρματα Ἡρόδ. 4. 193· λέοντας Λουκ. Θεῶν Διαλ. 12. 2· μεταφ., Μουσῶν στόμαθ’ ἡνιοχήσας Ἀριστοφ. Σφηξ. 1022· τὴν διάνοιαν Λουκ. Ἔρωσ. 37· ἔθνεα … φρεσὶν ἡν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 922· σπανίως [[μετὰ]] γεν., ἡμῶν Πλάτ. Φαίδρ. 246Β· παθ., διευθύνομαι, ὁδηγοῦμαι, [[αὐτόθι]] 253D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29, Ἀνθ. Π. 7. 482.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> tenir les rênes, conduire un char;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> conduire <i>ou</i> diriger au moyen de rênes : ἅρματα HDT des chars ; <i>avec le gén.</i> συνωρίδος PLAT un attelage ; <i>fig.</i> τὴν διάνοιαν LUC diriger la pensée (de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἡνίοχος]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχέω Medium diacritics: ἡνιοχέω Low diacritics: ηνιοχέω Capitals: ΗΝΙΟΧΕΩ
Transliteration A: hēniochéō Transliteration B: hēniocheō Transliteration C: iniocheo Beta Code: h(nioxe/w

English (LSJ)

Lacon. ἀνιοχίω (v. ἀνιοχίων), prose form of ἡνιοχεύω,

   A hold the reins, ἀνωτέρω, . . κατωτέρω ταῖς χερσίν higher up or lower down, i.e. longer or shorter, X.Eq.7.10: c. acc., drive, ἅρματα Hdt.4.193; λέοντας Luc.DDeor.12.2: metaph., Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar.V.1022; τὴν διάνοιαν Luc.Am.37; ἔθνεα . . φρεσὶν ἡ. Epigr.Gr.922 (Emesa); τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῆς πάντα -ούσης Lib.Ep.987.5; βασιλεύει καὶ ἡ. Plu.2.155a: rarely c. gen., συνωρίδος Pl.Phdr.246b:—Pass., to be guided, ib.253d, X.Cyr.6.1.29: metaph., of the months, AP77.482.

German (Pape)

[Seite 1172] später übliche Form für das Vorige; οὐκ ἀλλοτρίων, ἀλλ' οἰκείων μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar. Vesp. 1022; ἡνιοχεῦσι τὰ ἅρματα ἐς τὸν πόλεμον Her. 4, 193; c. gen., ἡμῶν ὁ ἄρχων ξυνωρίδος ἡνιοχεῖ Plat. Phaedr. 246 b; pass., ἵππος ἄπληκτος κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται 253 d; öfter bei Sp.; übertr., lenken, regieren, Μουσῶν στόματα Ar. Vesp. 1022, αὐτούς Luc. D. D. 12, 2; Anth., μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Ep. ad. 646 (VII, 482).

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχέω: πεζὸς τύπος τοῦ ἡνιοχεύω, κρατῶ τὰς ἡνίας, ἀνωτέρω, … κατωτέρω ταῖς χερσίν, ὑψηλότερα, χαμηλότερα, Ξεν. Ἱππ. 7, 10· μετ’ αἰτ., ἐλαύνω, ὁδηγῶ, ἅρματα Ἡρόδ. 4. 193· λέοντας Λουκ. Θεῶν Διαλ. 12. 2· μεταφ., Μουσῶν στόμαθ’ ἡνιοχήσας Ἀριστοφ. Σφηξ. 1022· τὴν διάνοιαν Λουκ. Ἔρωσ. 37· ἔθνεα … φρεσὶν ἡν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 922· σπανίως μετὰ γεν., ἡμῶν Πλάτ. Φαίδρ. 246Β· παθ., διευθύνομαι, ὁδηγοῦμαι, αὐτόθι 253D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29, Ἀνθ. Π. 7. 482.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 abs. tenir les rênes, conduire un char;
2 tr. conduire ou diriger au moyen de rênes : ἅρματα HDT des chars ; avec le gén. συνωρίδος PLAT un attelage ; fig. τὴν διάνοιαν LUC diriger la pensée (de qqn).
Étymologie: ἡνίοχος.