καλύβη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰλύβη''': ῠ, ἡ, ([[καλύπτω]]) ὡς καὶ νῦν, «καλύβα», Λατ. tugurium, Ἡρόδ. 5. 16, Θουκ. 1. 133., 2. 52, Θεόκρ. 21. 7, 18, κτλ.· τοῦ Θεοῦ ἡ ἱερὰ [[καλύβη]] Συλλ. Ἐπιγρ. 4591. ΙΙ. [[προκάλυμμα]], καλύβας περιβάλλοντες περὶ τὰς κλίνας, αἳ πεπλεγμέναι εἰσὶν ἐν ῥάβδων Θεοπόμπου Ἱστ. 222, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 295· ― [[τύπος]] κάλυβι κατὰ μεταπλασμ. ἀντὶ [[καλύβη]] ἐν Ἀποσπάσμ. Σοφ (;) ἐν Παπύρ. Ὀξυρίγχ. ὑπὸ Grenf καὶ Hunt II. σ. 26.
|lstext='''κᾰλύβη''': ῠ, ἡ, ([[καλύπτω]]) ὡς καὶ νῦν, «καλύβα», Λατ. tugurium, Ἡρόδ. 5. 16, Θουκ. 1. 133., 2. 52, Θεόκρ. 21. 7, 18, κτλ.· τοῦ Θεοῦ ἡ ἱερὰ [[καλύβη]] Συλλ. Ἐπιγρ. 4591. ΙΙ. [[προκάλυμμα]], καλύβας περιβάλλοντες περὶ τὰς κλίνας, αἳ πεπλεγμέναι εἰσὶν ἐν ῥάβδων Θεοπόμπου Ἱστ. 222, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 295· ― [[τύπος]] κάλυβι κατὰ μεταπλασμ. ἀντὶ [[καλύβη]] ἐν Ἀποσπάσμ. Σοφ (;) ἐν Παπύρ. Ὀξυρίγχ. ὑπὸ Grenf καὶ Hunt II. σ. 26.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />cabane, hutte.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καλύπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλῠβη Medium diacritics: καλύβη Low diacritics: καλύβη Capitals: ΚΑΛΥΒΗ
Transliteration A: kalýbē Transliteration B: kalybē Transliteration C: kalyvi Beta Code: kalu/bh

English (LSJ)

ἡ,

   A hut, cabin, Hdt.5.16, Th.1.133, 2.52, Theoc.21.7, 18, Agatharch.47, etc.; σχοινῖτις κ. AP7.295.7 (Leon.); ἡ ἱερὰ κ. CIG4591 (Palestine).    2 bridal bower, A.R.1.775.    3 sleeping-tent on roof of house, PFlor.335.2 (iii A. D.).    II cover, screen, Theopomp.Hist.195.

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ (καλύπτω), Obdach, Hütte, Zelt; Her. 5, 16; οἰκιῶν γὰρ οὐχ ὑπαρχουσῶν, ἀλλ' ἐν καλύβαις πνιγηραῖς διαιτωμένων Thuc. 2, 52; Sp.; Ath. XII, 517 f aus Theopomp. καλύβας περιβάλλοντες περὶ τὰς κλίνας, αἳ πεπλεγμέναι εἰσὶν ἐκ ῥάβδων; – σχοινῖτις Leon. Tar. 91 (VII, 295). Bei Ap. Rh. 1, 775 Brautgemach.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλύβη: ῠ, ἡ, (καλύπτω) ὡς καὶ νῦν, «καλύβα», Λατ. tugurium, Ἡρόδ. 5. 16, Θουκ. 1. 133., 2. 52, Θεόκρ. 21. 7, 18, κτλ.· τοῦ Θεοῦ ἡ ἱερὰ καλύβη Συλλ. Ἐπιγρ. 4591. ΙΙ. προκάλυμμα, καλύβας περιβάλλοντες περὶ τὰς κλίνας, αἳ πεπλεγμέναι εἰσὶν ἐν ῥάβδων Θεοπόμπου Ἱστ. 222, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 295· ― τύπος κάλυβι κατὰ μεταπλασμ. ἀντὶ καλύβη ἐν Ἀποσπάσμ. Σοφ (;) ἐν Παπύρ. Ὀξυρίγχ. ὑπὸ Grenf καὶ Hunt II. σ. 26.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cabane, hutte.
Étymologie: cf. καλύπτω.