ἰσοκρατία: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσοκρᾰτία''': ἡ, [[ἰσότης]] ἰσχύος ἢ δυνάμεως, Τίμ. Λοκρ. 95C. 2) παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 1, = [[ἰσονομία]], [[ἰσότης]] δυνάμεως καὶ δικαιωμάτων, ἀντίθετον τῷ [[τυραννίς]]. | |lstext='''ἰσοκρᾰτία''': ἡ, [[ἰσότης]] ἰσχύος ἢ δυνάμεως, Τίμ. Λοκρ. 95C. 2) παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 1, = [[ἰσονομία]], [[ἰσότης]] δυνάμεως καὶ δικαιωμάτων, ἀντίθετον τῷ [[τυραννίς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />égalité de pouvoir <i>ou</i> de droits.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσοκρατής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A equality of strength or power, Ti.Locr.95c. 2 = ἰσονομία, equality of rights, republic, opp. τυραννίς, Hdt.5.92.ά (pl.).
German (Pape)
[Seite 1264] ἡ, = ἰσοκράτεια; Her. 5, 92; Tim. Locr. 95 c, v. l. ἰσοκρατείας.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοκρᾰτία: ἡ, ἰσότης ἰσχύος ἢ δυνάμεως, Τίμ. Λοκρ. 95C. 2) παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 1, = ἰσονομία, ἰσότης δυνάμεως καὶ δικαιωμάτων, ἀντίθετον τῷ τυραννίς.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
égalité de pouvoir ou de droits.
Étymologie: ἰσοκρατής.