νεότμητος: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεότμητος''': Δωρ. -τμᾱτος, ον, ὁ νεωστὶ τμηθείς, ἀποσπασθείς, κατακοπείς, διαιρεθείς, Πλάτ. Τίμ. 80D, Θεόκρ. 7. 134, κτλ.
|lstext='''νεότμητος''': Δωρ. -τμᾱτος, ον, ὁ νεωστὶ τμηθείς, ἀποσπασθείς, κατακοπείς, διαιρεθείς, Πλάτ. Τίμ. 80D, Θεόκρ. 7. 134, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nouvellement coupé <i>ou</i> taillé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[τέμνω]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότμητος Medium diacritics: νεότμητος Low diacritics: νεότμητος Capitals: ΝΕΟΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: neótmētos Transliteration B: neotmētos Transliteration C: neotmitos Beta Code: neo/tmhtos

English (LSJ)

Dor. νεό-τμᾱτος, ον,

   A newly cut off, divided, Pl.Ti.80d, Theoc.7.134, A.R. 3.857, Dsc.2.70.

German (Pape)

[Seite 245] frisch, eben erst geschnitten, abgeschnitten; Plat. Tim. 80 d; Theocr. 7, 134; κρηπῖδες, Luc. adv. ind. 6.

Greek (Liddell-Scott)

νεότμητος: Δωρ. -τμᾱτος, ον, ὁ νεωστὶ τμηθείς, ἀποσπασθείς, κατακοπείς, διαιρεθείς, Πλάτ. Τίμ. 80D, Θεόκρ. 7. 134, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement coupé ou taillé.
Étymologie: νέος, τέμνω.