περιποτάομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιποτάομαι''': ποιητ. ἀντὶ [[περιπέτομαι]], [[περιίπταμαι]], πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22.
|lstext='''περιποτάομαι''': ποιητ. ἀντὶ [[περιπέτομαι]], [[περιίπταμαι]], πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>c.</i> [[περιπέτομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιποτάομαι Medium diacritics: περιποτάομαι Low diacritics: περιποτάομαι Capitals: ΠΕΡΙΠΟΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: peripotáomai Transliteration B: peripotaomai Transliteration C: peripotaomai Beta Code: peripota/omai

English (LSJ)

poet. for περιπέτομαι,

   A hover about, τὰ δ' ἀεὶ ζῶντα (sc. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται S. OT482 (lyr.): c. acc., Hld.2.22.

German (Pape)

[Seite 589] poet. statt περιπέτομαι, herumfliegen, umflattern, Soph. O. R. 482.

Greek (Liddell-Scott)

περιποτάομαι: ποιητ. ἀντὶ περιπέτομαι, περιίπταμαι, πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
c. περιπέτομαι.