σταμνίον: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σταμνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στάμνος]], «στάμνα» οἴνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 22, Λυσ. 196, 199, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3, Ἡσύχ. 2) = [[ἀμίς]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234, πρβλ. Φρύνιχ. 400. - Ὡσαύτως σταμνίσκος, ὁ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 162. | |lstext='''σταμνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στάμνος]], «στάμνα» οἴνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 22, Λυσ. 196, 199, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3, Ἡσύχ. 2) = [[ἀμίς]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234, πρβλ. Φρύνιχ. 400. - Ὡσαύτως σταμνίσκος, ὁ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 162. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>dim. de</i> [[στάμνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,= σταμνάριον, Id.Lys.196,199, Men.129, PSI4.413.19 (iii B.C.), Inscr.Délos 399 A 40 (ii B.C.). 2 = ἀμίς, S.E.M.1.234, cf. Phryn.377.
German (Pape)
[Seite 929] τό, dim. von στάμνος; οἴνου, Ar. Lys. 196; Men. bei Ath. IV, 146 e; Plat. Ep. XIII, 361 a. Nach S. Emp. adv. gramm. 234 = ἀμίδιον.
Greek (Liddell-Scott)
σταμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ στάμνος, «στάμνα» οἴνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 22, Λυσ. 196, 199, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3, Ἡσύχ. 2) = ἀμίς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234, πρβλ. Φρύνιχ. 400. - Ὡσαύτως σταμνίσκος, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 162.
French (Bailly abrégé)
dim. de στάμνος.