συνεστραμμένως: Difference between revisions
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεστραμμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[συστρέφω]], κατὰ τρόπον συνεστραμμένον, σ. εἰπεῖν, συντόμως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2. | |lstext='''συνεστραμμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[συστρέφω]], κατὰ τρόπον συνεστραμμένον, σ. εἰπεῖν, συντόμως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />d’une manière serrée.<br />'''Étymologie:''' συνεστραμμένος, part. pf. Pass. de [[συστρέφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., (συστρέφω)
A as if twisted up, σ. εἰπεῖν speak tersely, Arist.Rh.1401a5 (v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεστραμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συστρέφω, κατὰ τρόπον συνεστραμμένον, σ. εἰπεῖν, συντόμως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière serrée.
Étymologie: συνεστραμμένος, part. pf. Pass. de συστρέφω.