σπειράομαι: Difference between revisions
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπειράομαι''': ([[σπεῖρα]]) Παθητ., συσπειροῦμαι, τυλίσσομαι, «κουλλουριάζομαι», [[πέντε]] ζῶναι ἐσπείρηντο Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν Εἰσαγ. 153C· [[πέριξ]] ... σπειρηθεὶς [[[δράκων]]] Νικ. Θηρ. 457· δράκοντα. ἐσπειραμένον περὶ τὸ [[ἀγγεῖον]] Παυσ. 10. 33, 9· σχοινίου ἐσπειραμένου ... ὡς [[δράκων]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 227· [[μετὰ]] δοτ., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν, συνεστραμμένους περὶ τοὺς παῖδας, προοίμ. εἰς Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 2) μεταφορ., [[λόγος]] Δημήτρ. Φαληρ. 8. - Πρβλ. περισυσπειράω. | |lstext='''σπειράομαι''': ([[σπεῖρα]]) Παθητ., συσπειροῦμαι, τυλίσσομαι, «κουλλουριάζομαι», [[πέντε]] ζῶναι ἐσπείρηντο Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν Εἰσαγ. 153C· [[πέριξ]] ... σπειρηθεὶς [[[δράκων]]] Νικ. Θηρ. 457· δράκοντα. ἐσπειραμένον περὶ τὸ [[ἀγγεῖον]] Παυσ. 10. 33, 9· σχοινίου ἐσπειραμένου ... ὡς [[δράκων]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 227· [[μετὰ]] δοτ., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν, συνεστραμμένους περὶ τοὺς παῖδας, προοίμ. εἰς Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 2) μεταφορ., [[λόγος]] Δημήτρ. Φαληρ. 8. - Πρβλ. περισυσπειράω. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἐσπειρήθην;<br />se rouler en spirales.<br />'''Étymologie:''' [[σπεῖρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
(σπεῖρα) Pass.,
A to be coiled or folded round, πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Eratosth.16.3; πέριξ . . σπειρηθεὶς [δράκων] Nic. Th. 457; δράκοντα . . ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Paus.10.33.9; σχοινίου ἐσπειραμένου S.E.P.1.227: c. dat., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν coiled round them, f.l. in Sch.Lyc.p.5 S. for ἐπῃωρημένους. 2 metaph., λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα Demetr.Eloc.8.
Greek (Liddell-Scott)
σπειράομαι: (σπεῖρα) Παθητ., συσπειροῦμαι, τυλίσσομαι, «κουλλουριάζομαι», πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν Εἰσαγ. 153C· πέριξ ... σπειρηθεὶς [[[δράκων]]] Νικ. Θηρ. 457· δράκοντα. ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Παυσ. 10. 33, 9· σχοινίου ἐσπειραμένου ... ὡς δράκων Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 227· μετὰ δοτ., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν, συνεστραμμένους περὶ τοὺς παῖδας, προοίμ. εἰς Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 2) μεταφορ., λόγος Δημήτρ. Φαληρ. 8. - Πρβλ. περισυσπειράω.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐσπειρήθην;
se rouler en spirales.
Étymologie: σπεῖρα.