βάδισις: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βάδισις''': -εως, ἡ, τὸ βαδίζειν, πορεύεσθαι, τὸ περιπάτημα, Ἀριστοφ. Πλ. 334· βαδίσει χρῆσθαι Ἱππ. π. Ἀέρ. 290· ἐπὶ λαγωῶν, Ξεν. Κυν. 8, 3· ἀντίθ. τῷ [[πτῆσις]], [[ἅλσις]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 3. | |lstext='''βάδισις''': -εως, ἡ, τὸ βαδίζειν, πορεύεσθαι, τὸ περιπάτημα, Ἀριστοφ. Πλ. 334· βαδίσει χρῆσθαι Ἱππ. π. Ἀέρ. 290· ἐπὶ λαγωῶν, Ξεν. Κυν. 8, 3· ἀντίθ. τῷ [[πτῆσις]], [[ἅλσις]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />marche.<br />'''Étymologie:''' [[βαδίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ,
A walking, going, Ar.Pl.334; βαδίσει χρῆσθαι Hp.Aër.15; of hares, τεχνάζειν τῇ β. X.Cyn.8.3; opp. πτῆσις, ἅλσις, Arist.EN1174a31.
German (Pape)
[Seite 423] ἡ, das Einherschreiten, der Gang, Ar. Plut. 334; Arist. Eth. 10, 4, 3 u. sonst; vom Hafen Xen. Cyn. 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
βάδισις: -εως, ἡ, τὸ βαδίζειν, πορεύεσθαι, τὸ περιπάτημα, Ἀριστοφ. Πλ. 334· βαδίσει χρῆσθαι Ἱππ. π. Ἀέρ. 290· ἐπὶ λαγωῶν, Ξεν. Κυν. 8, 3· ἀντίθ. τῷ πτῆσις, ἅλσις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
marche.
Étymologie: βαδίζω.