λιτότης: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῑτότης''': -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ λῑτός, [[ἁπλότης]], τὸ ἀπέριττον, περὶ τὴν δίαιταν Διόδ. 2. 59· λ. διαίτης Κικ. ad Fam. 7. 26· ἡ λ. τῶν στεφάνων Πλουτ. Ἀγησ. 36. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. [[σχῆμα]] λόγου, = [[μείωσις]].
|lstext='''λῑτότης''': -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ λῑτός, [[ἁπλότης]], τὸ ἀπέριττον, περὶ τὴν δίαιταν Διόδ. 2. 59· λ. διαίτης Κικ. ad Fam. 7. 26· ἡ λ. τῶν στεφάνων Πλουτ. Ἀγησ. 36. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. [[σχῆμα]] λόγου, = [[μείωσις]].
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />simplicité, absence d’apprêts.<br />'''Étymologie:''' [[λιτός]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑτότης Medium diacritics: λιτότης Low diacritics: λιτότης Capitals: ΛΙΤΟΤΗΣ
Transliteration A: litótēs Transliteration B: litotēs Transliteration C: litotis Beta Code: lito/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, (λῑτός)

   A plainness, simplicity, κόσμου Democr.274; τῶν στεφάνων Thphr.Fr.142; τὴν λ. διώκουσι D.S.2.59; λ. διαίτης Cic.Fam.7.26.2; cj. for λεπτότης in Epicur.Sent.Vat.63.    II Gramm., a figure of speech, assertion by means of understatement (cf. μείωσις) or negation, Serv. ad Verg.G.2.125, Donat.ad Ter.Hec.775.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ λῑτός, ἁπλότης, τὸ ἀπέριττον, περὶ τὴν δίαιταν Διόδ. 2. 59· λ. διαίτης Κικ. ad Fam. 7. 26· ἡ λ. τῶν στεφάνων Πλουτ. Ἀγησ. 36. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. σχῆμα λόγου, = μείωσις.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
simplicité, absence d’apprêts.
Étymologie: λιτός.