ἐμπληξία: Difference between revisions
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπληξία''': ἡ, [[θάμβος]], [[ἔκπληξις]], Λατ. stupor: [[ἐντεῦθεν]], [[ἠλιθιότης]], [[ἀφροσύνη]], [[μωρία]], Αἰσχίν. 84. 30. 2) πολιτείας [[ἐμπληξία]], [[ἄλογος]] ἢ ἐμπαθὴς μεταβολὴ ἢ ἀσταθὴς [[πολιτεία]], μὴ συμφωνοῦσα πρὸς ἑαυτήν, ὁ αὐτ. 50. 10. | |lstext='''ἐμπληξία''': ἡ, [[θάμβος]], [[ἔκπληξις]], Λατ. stupor: [[ἐντεῦθεν]], [[ἠλιθιότης]], [[ἀφροσύνη]], [[μωρία]], Αἰσχίν. 84. 30. 2) πολιτείας [[ἐμπληξία]], [[ἄλογος]] ἢ ἐμπαθὴς μεταβολὴ ἢ ἀσταθὴς [[πολιτεία]], μὴ συμφωνοῦσα πρὸς ἑαυτήν, ὁ αὐτ. 50. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> stupidité ; démence;<br /><b>2</b> instabilité, inconstance.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμπληκτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A amazement: hence, stupidity, Aeschin.3.214, Aristid. 1.413,427 J., Gal.8.690; ἐ. ἡ ἄλογος φιλανθρωπία App.Sam.4.4. 2 πολιτείας ἐ. capriciousness of policy, Aeschin.2.164. 3 frantic energy, Plu.2.56c.
German (Pape)
[Seite 814] ἡ, Betroffenheit, Verlegenheit, Unbesonnenheit; καὶ δειλία Aesch. 3, 214, vgl. 2, 164; Sp., wie Plut., der es mit ἀφροσύνη vrbdt, Anton. 87.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπληξία: ἡ, θάμβος, ἔκπληξις, Λατ. stupor: ἐντεῦθεν, ἠλιθιότης, ἀφροσύνη, μωρία, Αἰσχίν. 84. 30. 2) πολιτείας ἐμπληξία, ἄλογος ἢ ἐμπαθὴς μεταβολὴ ἢ ἀσταθὴς πολιτεία, μὴ συμφωνοῦσα πρὸς ἑαυτήν, ὁ αὐτ. 50. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 stupidité ; démence;
2 instabilité, inconstance.
Étymologie: ἔμπληκτος.